εὐεξέλεγκτος: Difference between revisions

15
(6_16)
(15)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐεξέλεγκτος''': -ον, εὐκόλως ἐξελεγχόμενος, ἀναιρούμενος, Πλάτ, Ἱππ. Μείζων 293D.
|lstext='''εὐεξέλεγκτος''': -ον, εὐκόλως ἐξελεγχόμενος, ἀναιρούμενος, Πλάτ, Ἱππ. Μείζων 293D.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ον (ΑΜ [[εὐεξέλεγκτος]], -ον)<br />αυτός που μπορεί να εξελεγχθεί, να αναιρεθεί εύκολα («εὐεξέλεγκτον [[σόφισμα]]», Κλήμ. Αλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>εξ</i>-<i>ελεγκτος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>εξ</i>-[[ελέγχω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αν</i>-<i>εξ</i>-<i>έλεγκτος</i>].
}}
}}