εὐεξέλεγκτος
From LSJ
English (LSJ)
εὐεξέλεγκτον, easy to refute, Pl.Hp.Ma.293d.
German (Pape)
[Seite 1064] verstärktes εὐέλεγκτος, Plat. Hipp. mai. 293 d; Apol. 33 c = leicht zu erforschen, bessere Lesart εὐέλεγκτα.
Russian (Dvoretsky)
εὐεξέλεγκτος: легко доказуемый (λίαν εὐήθης τε χαὶ εὐ. Plat.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐεξέλεγκτος: -ον, εὐκόλως ἐξελεγχόμενος, ἀναιρούμενος, Πλάτ, Ἱππ. Μείζων 293D.
Greek Monolingual
-η, -ον (ΑΜ εὐεξέλεγκτος, -ον)
αυτός που μπορεί να εξελεγχθεί, να αναιρεθεί εύκολα («εὐεξέλεγκτον σόφισμα», Κλήμ. Αλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -εξ-ελεγκτος (< εξ-ελέγχω), πρβλ. αν-εξ-έλεγκτος].