εὐλογία: Difference between revisions

15
(T21)
(15)
Line 30: Line 30:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=εὐλογίας, ἡ ([[εὔλογος]]); the Sept. for בְּרָכָה; Vulg. benedictio; as in classical Greek:<br /><b class="num">1.</b> [[praise]], [[laudation]], [[panegyric]]: of God or Christ, [[fine]] [[discourse]], [[polished]] [[language]]: [[Plato]], rep. 3, p. 400d.; Luc. Lexiph. 1; in a [[bad]] [[sense]], [[language]] [[artfully]] adapted to [[captivate]] the [[hearer]], [[fair]] [[speaking]], [[fine]] speeches: [[χρηστολογία]], the [[latter]] relating to the [[substance]], [[εὐλογία]] to the [[expression]]); plural in [[Aesop]], fab. 229, p. 150 edition Cor. [[ἐάν]] σύ εὐλογίας ἐυπορης, [[ἐγώ]]῟γε [[σου]] οὐ [[κήδομαι]] ([[but]] [[why]] [[not]] genitive [[singular]]?). By a [[usage]] [[unknown]] to [[native]] Greeks.<br /><b class="num">3.</b> an [[invocation]] of blessings, [[benediction]]: Josephus, Antiquities 4,8, 44); [[see]] [[εὐλογέω]], 2.<br /><b class="num">4.</b> [[consecration]]: τό [[ποτήριον]] τῆς εὐλογίας, the [[consecrated]] [[cup]] (for [[that]] [[this]] is the [[meaning]] is [[evident]] from the explanatory [[adjunct]] ὁ εὐλογοῦμεν, [[see]] [[εὐλογέω]] 3 (others [[besides]]; cf. Meyer edition Heinrici at the [[passage]]; Winer's Grammar, 189 (178))), a ([[concrete]]) [[blessing]], [[benefit]] (ἡ [[εὐλογία]] [[τοῦ]] [[Ἀβραάμ]] the [[salvation]] (by the Messiah) promised to Abraham, [[ὑετός]] εὐλογίας, εὐλογεῖν ἀγρόν, ἐπ' εὐλογίαις, [[that]] blessings [[may]] [[accrue]], [[bountifully]] (opposed to [[φειδομένως]]), [[ἐπί]], B. 2e., p. 234 a [[top]]).
|txtha=εὐλογίας, ἡ ([[εὔλογος]]); the Sept. for בְּרָכָה; Vulg. benedictio; as in classical Greek:<br /><b class="num">1.</b> [[praise]], [[laudation]], [[panegyric]]: of God or Christ, [[fine]] [[discourse]], [[polished]] [[language]]: [[Plato]], rep. 3, p. 400d.; Luc. Lexiph. 1; in a [[bad]] [[sense]], [[language]] [[artfully]] adapted to [[captivate]] the [[hearer]], [[fair]] [[speaking]], [[fine]] speeches: [[χρηστολογία]], the [[latter]] relating to the [[substance]], [[εὐλογία]] to the [[expression]]); plural in [[Aesop]], fab. 229, p. 150 edition Cor. [[ἐάν]] σύ εὐλογίας ἐυπορης, [[ἐγώ]]῟γε [[σου]] οὐ [[κήδομαι]] ([[but]] [[why]] [[not]] genitive [[singular]]?). By a [[usage]] [[unknown]] to [[native]] Greeks.<br /><b class="num">3.</b> an [[invocation]] of blessings, [[benediction]]: Josephus, Antiquities 4,8, 44); [[see]] [[εὐλογέω]], 2.<br /><b class="num">4.</b> [[consecration]]: τό [[ποτήριον]] τῆς εὐλογίας, the [[consecrated]] [[cup]] (for [[that]] [[this]] is the [[meaning]] is [[evident]] from the explanatory [[adjunct]] ὁ εὐλογοῦμεν, [[see]] [[εὐλογέω]] 3 (others [[besides]]; cf. Meyer edition Heinrici at the [[passage]]; Winer's Grammar, 189 (178))), a ([[concrete]]) [[blessing]], [[benefit]] (ἡ [[εὐλογία]] [[τοῦ]] [[Ἀβραάμ]] the [[salvation]] (by the Messiah) promised to Abraham, [[ὑετός]] εὐλογίας, εὐλογεῖν ἀγρόν, ἐπ' εὐλογίαις, [[that]] blessings [[may]] [[accrue]], [[bountifully]] (opposed to [[φειδομένως]]), [[ἐπί]], B. 2e., p. 234 a [[top]]).
}}
{{grml
|mltxt=και ευλογιά και [[βλογιά]], η (ΑΜ [[εὐλογία]], Μ και εὐλογιά και [[βλογιά]])<br />η [[ευχή]] [[προς]] τον Θεό που γίνεται από τον ιερέα, με καθορισμένο [[τυπικό]], για τον ευλογούμενο, για την [[παροχή]] αγαθών σ' αυτόν ή για την [[απαλλαγή]] του από [[κακά]] και από την [[ευθύνη]] αμαρτιών του<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> συμβολική [[κίνηση]] που κάνει ο [[ιερέας]] με το δεξιό [[χέρι]] του [[προς]] το [[εκκλησίασμα]] ή [[προς]] το [[πρόσωπο]] που ευλογεί και η οποία δηλώνει [[ευχή]]<br /><b>2.</b> η [[ευχή]] που δίνεται από ηλικιωμένα [[μέλη]] της οικογένειας ή από οποιονδήποτε ηλικιωμένο [[προς]] νεώτερους («το [[παιδί]] προοδεύει [[γιατί]] έχει την [[ευλογία]] του [[πατέρα]]»)<br /><b>3.</b> [[αφθονία]] αγαθών, [[πλούτος]] ή [[μεγάλη]] [[δεξιότητα]] σε [[κάτι]], [[ταλέντο]] («[[ευλογία]] του θεού»)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> ο [[άρτος]] και ο [[οίνος]] που προσφέρεται από τους πιστούς για να τελεσθεί το [[μυστήριο]] της Θείας Ευχαριστίας, κν. [[προσφορά]], [[καθώς]] και τα μικρά τεμάχια της προσφοράς που διανέμονται από τον ιερέα στους εκκλησιαζομένους, [[αλλιώς]] [[αντίδωρο]]<br /><b>2.</b> [[λοιμώδης]] εξανθηματική [[αρρώστια]] ανθρώπων και ζώων (λανθασμ. ο τ. εὐφλογία) («η [[βλογιά]] του άφησε σημάδια στο [[πρόσωπο]]»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[ευμενής]] [[προς]] κάποιον [[διάθεση]] του θεού που φέρνει [[αγαθά]]<br /><b>2.</b> [[φαγητό]] ή [[ποτό]] που δίνει ο [[ηγούμενος]] στους μοναχούς [[αφού]] το ευλογήσει<br /><b>3.</b> [[γάμος]]<br />(«[[λαμβάνω]] εἰς εὐλογίαν» — παντρεύομαι)<br /><b>4.</b> η [[άδεια]] που δίδεται από τον ηγούμενο στον μοναχό για να κάνει [[κάτι]], με ειδική [[ευλογία]], δηλ. ευχετική [[συναίνεση]]<br /><b>5.</b> <b>γεν.</b> [[ευχή]], ευχετική [[έκφραση]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[λόγος]] που προέρχεται από τον θεό και παρέχει [[ευτυχία]] («[[εὐλογία]] Κυρίου ἐπὶ κεφαλὴν δικαίου», ΠΔ)<br /><b>2.</b> η [[πράξη]], η [[έκφραση]] της ευλογίας, η ευχετική [[εκδήλωση]] ([[ἐπάξω]] ἐπ' ἐμαυτὸν κατάραν, οὐκ εὐλογίαν», ΠΔ)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ωραίος]] [[λόγος]], καλή, ωραία [[έκφραση]] («[[εὐλογία]] καὶ [[εὐαρμοστία]] καί... [[εὐρυθμία]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> ευηχία λόγου<br /><b>3.</b> [[ευπρέπεια]], [[κοσμιότητα]] εκφράσεως<br /><b>4.</b> [[επαινετικός]] [[λόγος]], [[έπαινος]], [[εγκώμιο]]<br /><b>5.</b> καλή [[φήμη]], αγαθή [[υπόληψη]], [[δόξα]] («[[ἀγήραντος]] [[εὐλογία]]», <b>Σιμων.</b>)<br /><b>6.</b> [[πιθανολογία]], [[ευλογοφάνεια]]<br /><b>7.</b> [[ευμενής]], αυτοπροαίρετη [[παροχή]] αγαθών («ἵνα... προκαταρτίσωσι... τὴν εὐλογίαν ὑμῶν», ΚΔ)<br /><b>8.</b> άφθονη [[παροχή]], πλούσια [[συγκομιδή]] («ὁ σπείρων ἐπ' εὐλογίαις καὶ θερίσει», ΚΔ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ευλογώ]]. Ο τ. [[βλογιά]] <span style="color: red;"><</span> <i>ευλογιά</i> με σίγηση του αρκτικού προτονικού φωνήεντος <span style="color: red;"><</span> [[ευλογία]]. Η [[ονομασία]] της ασθένειας σύνηθες [[φαινόμενο]] ευφημισμού (<b>[[πρβλ]].</b> [[ιλαρά]] «χαρούμενη»)].
}}
}}