εὐλογία

From LSJ

εἰ ἀποκρυπτόντων τῶν Μήδων τὸν ἥλιον ὑπὸ σκιῇ ἔσοιτο πρὸς αὐτοὺς ἡ μάχη καὶ οὐκ ἐν ἡλίῳ → if the Medes hid the sun, the battle would be to them in the shade and not in the sun

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐλογία Medium diacritics: εὐλογία Low diacritics: ευλογία Capitals: ΕΥΛΟΓΙΑ
Transliteration A: eulogía Transliteration B: eulogia Transliteration C: evlogia Beta Code: eu)logi/a

English (LSJ)

ἡ,
A good or fine language, Pl.R. 400d, Luc.Lex.1.
2 plausibility, ἔχει τινὰ εὐλογίαν Thphr. CP 6.31.1; habet εὐλογίαν Cic.Att.13.22.4, cf. Ep.Rom.16.18; ἡ τοῦ δόγματος εὐλογία prob. in Phld.Sign.27; ἡ εὐ. τῶν πραγμάτων Id.Herc.1251.8.
II praise, eulogy, Pi.N.4.5, Th.2.42; ὑμνῆσαι δι' εὐλογίας E. HF356 (lyr.); ἄξιος εὐλογίας Ar.Pax738: pl., Pi.I.3.3, 6(5).21, Pl. Ax.365a; good fame, glory, ἀγήραντος εὐλογία Simon.100, cf. Pi.O.5.24; εὐλογίαν φέρει Lyr.Alex.Adesp.21.10; ἔχειν εὐ. τινὰ πρός τινα POxy. 65.4 (iii/iv A.D.).
2 esp. praise to God, LXX Si.50.20(22), Apoc. 7.12, OGI74 (Egypt).
III act of blessing, opp. κατάρα, LXX Ge. 27.12, Ep.Jac.3.10.
2 blessing called down or bestowed, LXX Pr. 10.22, 1 Ep.Pet.3.9.
3 gift, bounty, LXX Jo.15.19, 4 Ki.5.15, 2 Ep.Cor.9.5; ὁ σπείρων ἐπ' εὐλογίαις ἐπ' εὐλογίαις καὶ θερίσει bountifully, ib. 6, cf. Ph.1.129.

German (Pape)

[Seite 1078] ἡ, 11 das Loben, der Ruhm, φόρμιγγι συνάορος Pind. N. 4, 5, öfter; εὐλογίαις νᾶσον σαίνειν I. 5, 19; ἄξιος εὐλογίας πολλῆς Ar. Pax 738; ὑμνῆσαι δι' εὐλογίας θέλω Eur. Herc. Für. 356; Thuc. 2, 42 u. sonst in Prosa. – 2) schöner Ausdruck, schöne Sprache, καὶ εὐαρμοστία καὶ εὐσχημοσύνη Plat. Rep. III, 400 d; πολλὴν τὴν εὐλογίαν ἐπιδεικνύμενος, neben εὔ. λεξις, Luc. Lexiph. 1; im plur., schöne Redensarten, Aesop. 229. – 3) das Segnen, der Segen, N.T. u. K. S. – 41 bei Cic. Attic. 13, 22 was vernünftiger Weise gesagt werden kann, Wahrscheinlichkeit.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 langage agréable, beau langage;
2 langage bienveillant, louange, éloge;
NT: bénédiction ; don généreux : ἐπ' εὐλογίαις = généreusement.
Étymologie: εὔλογος.

Russian (Dvoretsky)

εὐλογία:
1 изящество речи, красноречие (εὐ. καὶ εὐαρμοστία Plat.; δι᾽ εὐλογίας ἐξαπατᾶν τὰς καρδίας NT);
2 похвала, хвала (ἄξιος εὐλογίας Arph.): ὑμνῆσαι δι᾽ εὐλογίας Eur. воспеть в хвалебных гимнах;
3 благословение (μεταλαμβάνειν εὐλογία; ἀπό τινος NT);
4 благодеяние (εὐ. καὶ οὐ πλεονεξία NT);
5 вероятность: habet εὐλογίαν Cic. в его пользу можно кое-что сказать.

Greek (Liddell-Scott)

εὐλογία: ἡ, καλλιλογία, Πλάτ. Πολ. 400D, Λουκ. Λεξιφ. 1: - ἐν Κικ. πρὸς Ἀττ. 13. 22, 4 φαίνεται ὅτι σημαίνει, ὡραῖον ἦχον, εὐπρεπῆ γλῶσσαν, πρβλ. Ἐπιστ. π. Ρωμ. 16. 18· - πληθ., γλφυραὶ φράσεις, Αἴσωπ. 229 Ἔκδ. Κοραῆ. ΙΙ. ἔπαινος, ἐγκώμιον, Πινδ. Ν. 4. 8 (ἴδε ἐν λ. ῥαίνω), Θουκ. 2. 42· ὑμνῆσαι δι’ εὐλογίας Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 356· ἄξιος εὐλογίας Ἀριστοφ. Εἰρ. 738· ἐν τῷ πληθυντ., Πινδ. Ι. 3. 3, Πλάτ. Ἀξίοχ. 365Α· - καλὴ φήμη, δόξα, ἀγήραντος εὐλ. Σιμωνίδ. 97, πρβλ. Πινδ. Ο. 5, ἐν τέλει· παρὰ μεταγεν. Ἐπιγραφ., αἶνος τῷ Θεῷ, Συλλ. Ἐπιγρ. 4838c, κ. ἀλλ. ΙΙΙ. ἐν τῇ Παλαιᾷ καὶ τῇ Καινῇ Διαθ. καὶ καθόλου ἐν τῇ Ἐκκλησιαστικῇ γλώσσῃ, εὐλογία κατὰ τὴν νῦν σημασίαν, Ἑβδ. (Γέν. ΜΘ΄, 25, Ἡσ. ΞΕ΄. 8. Ἰεζεκ. ΛΔ΄, 26), Ἐπιστ. πρὸς Ρωμ. ιε΄, 29, κ. ἀλλ. 2) δῶρον, Ἑβδ. (Γέν. ΛΓ΄, 11, Κριτ. Α, 15, Α, Βασιλ. ΚΕ΄, 27), Ἐπιστ. πρὸς Κορινθ. Β. θ΄, 5, Βασίλ. ΙΙΙ. 1313C, κλ. 3) προσφορὰ εἰς τὴν ἐκκλησίαν συνισταμένη κυρίως ἐξ ἄρτου καὶ οἴνου, Ἀποστολ. Διαταγ. 8. 31, Σωκρ. 760Β, 4) προσφορὰ ἄρτου μόνον εἰς τὴν ἐκκλησίαν, Ἰωάν. Μόσχ. 2869D, Σωφρ. 3989Α, κλ. 5) τεμάχιον εὐλογημένου ἄρτου ἀντίδωρον, Στουδ. 1752Β, κλ. 6) εὐλογία τῆς γαμικῆς συναφείας = στεφάνωμα, Στουδ. 1093Α. 7) ἡ ἄδεια τοῦ ποιῆσαί τι διὰ τῆς εὐλογίας τοῦ ἡγουμένου, Ψευδο-Βασίλ. ΙΙΙ. 1307C, 1309Α, Στουδ. 1736C, 1748C, κλ.

English (Slater)

εὐλογία praise ὑγίεντα δ' εἴ τις ὄλβον ἄρδει, ἐξαρκέων κτεάτεσσι καὶ εὐλογίαν προστιθείς (O. 5.24) οὐδὲ θερμὸν ὕδωρ τόσον γε μαλθακὰ τεύχει γυῖα, τόσσον εὐλογία φόρμιγγι συνάορος (N. 4.5) ἄξιος εὐλογίαις ἀστῶν μεμίχθαι (I. 3.3) ὔμμε τ' τέθμιόν μοι φαμὶ σαφέστατον ἔμμεν ῥαινέμεν εὐλογίαις (I. 6.21)

Spanish

alabanza

English (Strong)

from the same as εὐλογέω; fine speaking, i.e. elegance of language; commendation ("eulogy"), i.e. (reverentially) adoration; religiously, benediction; by implication, consecration; by extension, benefit or largess: blessing (a matter of) bounty (X -tifully), fair speech.

English (Thayer)

εὐλογίας, ἡ (εὔλογος); the Sept. for בְּרָכָה; Vulg. benedictio; as in classical Greek:
1. praise, laudation, panegyric: of God or Christ, fine discourse, polished language: Plato, rep. 3, p. 400d.; Luc. Lexiph. 1; in a bad sense, language artfully adapted to captivate the hearer, fair speaking, fine speeches: χρηστολογία, the latter relating to the substance, εὐλογία to the expression); plural in Aesop, fab. 229, p. 150 edition Cor. ἐάν σύ εὐλογίας ἐυπορης, ἐγώ῟γε σου οὐ κήδομαι (but why not genitive singular?). By a usage unknown to native Greeks.
3. an invocation of blessings, benediction: Josephus, Antiquities 4,8, 44); see εὐλογέω, 2.
4. consecration: τό ποτήριον τῆς εὐλογίας, the consecrated cup (for that this is the meaning is evident from the explanatory adjunct ὁ εὐλογοῦμεν, see εὐλογέω 3 (others besides; cf. Meyer edition Heinrici at the passage; Winer's Grammar, 189 (178))), a (concrete) blessing, benefit (ἡ εὐλογία τοῦ Ἀβραάμ the salvation (by the Messiah) promised to Abraham, ὑετός εὐλογίας, εὐλογεῖν ἀγρόν, ἐπ' εὐλογίαις, that blessings may accrue, bountifully (opposed to φειδομένως), ἐπί, B. 2e., p. 234 a top).

Greek Monolingual

και ευλογιά και βλογιά, η (ΑΜ εὐλογία, Μ και εὐλογιά και βλογιά)
η ευχή προς τον Θεό που γίνεται από τον ιερέα, με καθορισμένο τυπικό, για τον ευλογούμενο, για την παροχή αγαθών σ' αυτόν ή για την απαλλαγή του από κακά και από την ευθύνη αμαρτιών του
νεοελλ.
1. συμβολική κίνηση που κάνει ο ιερέας με το δεξιό χέρι του προς το εκκλησίασμα ή προς το πρόσωπο που ευλογεί και η οποία δηλώνει ευχή
2. η ευχή που δίνεται από ηλικιωμένα μέλη της οικογένειας ή από οποιονδήποτε ηλικιωμένο προς νεώτερους («το παιδί προοδεύει γιατί έχει την ευλογία του πατέρα»)
3. αφθονία αγαθών, πλούτος ή μεγάλη δεξιότητα σε κάτι, ταλέντοευλογία του θεού»)
νεοελλ.-μσν.
1. ο άρτος και ο οίνος που προσφέρεται από τους πιστούς για να τελεσθεί το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, κν. προσφορά, καθώς και τα μικρά τεμάχια της προσφοράς που διανέμονται από τον ιερέα στους εκκλησιαζομένους, αλλιώς αντίδωρο
2. λοιμώδης εξανθηματική αρρώστια ανθρώπων και ζώων (λανθασμ. ο τ. εὐφλογία) («η βλογιά του άφησε σημάδια στο πρόσωπο»)
μσν.
1. ευμενής προς κάποιον διάθεση του θεού που φέρνει αγαθά
2. φαγητό ή ποτό που δίνει ο ηγούμενος στους μοναχούς αφού το ευλογήσει
3. γάμος
λαμβάνω εἰς εὐλογίαν» — παντρεύομαι)
4. η άδεια που δίδεται από τον ηγούμενο στον μοναχό για να κάνει κάτι, με ειδική ευλογία, δηλ. ευχετική συναίνεση
5. γεν. ευχή, ευχετική έκφραση
μσν.-αρχ.
1. λόγος που προέρχεται από τον θεό και παρέχει ευτυχίαεὐλογία Κυρίου ἐπὶ κεφαλὴν δικαίου», ΠΔ)
2. η πράξη, η έκφραση της ευλογίας, η ευχετική εκδήλωση (ἐπάξω ἐπ' ἐμαυτὸν κατάραν, οὐκ εὐλογίαν», ΠΔ)
αρχ.
1. ωραίος λόγος, καλή, ωραία έκφρασηεὐλογία καὶ εὐαρμοστία καί... εὐρυθμία», Πλάτ.)
2. ευηχία λόγου
3. ευπρέπεια, κοσμιότητα εκφράσεως
4. επαινετικός λόγος, έπαινος, εγκώμιο
5. καλή φήμη, αγαθή υπόληψη, δόξαἀγήραντος εὐλογία», Σιμων.)
6. πιθανολογία, ευλογοφάνεια
7. ευμενής, αυτοπροαίρετη παροχή αγαθών («ἵνα... προκαταρτίσωσι... τὴν εὐλογίαν ὑμῶν», ΚΔ)
8. άφθονη παροχή, πλούσια συγκομιδή («ὁ σπείρων ἐπ' εὐλογίαις καὶ θερίσει», ΚΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευλογώ. Ο τ. βλογιά < ευλογιά με σίγηση του αρκτικού προτονικού φωνήεντος < ευλογία. Η ονομασία της ασθένειας σύνηθες φαινόμενο ευφημισμού (πρβλ. ιλαρά «χαρούμενη»)].

Greek Monotonic

εὐλογία: ἡ,
I. καλή γλώσσα ή καλολογία, καλλιέπεια, σε Πλάτ.· ορθός λόγος, αληθοφανής λόγος, σε Καινή Διαθήκη
II. ευλογία, εγκώμιο, σε Πίνδ.· ευλογία (ως ενέργεια, πράξη) ή ευλογία (ως αποτέλεσμα), στον ίδ.· λέγεται για την ελεημοσύνη που πραγματοποιείται για την ενίσχυση των φτωχών, στον ίδ.

Middle Liddell

εὐλογία, ἡ,
I. good or fine language, Plat.: a fair speech, specious talk, NTest.
II. eulogy, panegyric, Pind.; blessing (as an act) or a blessing (as an effect) Pind.:— of the alms collected for poor brethren, Pind.

Chinese

原文音譯:eÙlog⋯a 由-羅居阿
詞類次數:名詞(16)
原文字根:好—放置(說)
字義溯源:頌讚,祝福,福分,福氣,福,奉獻,捐貲,樂捐,巧語,媚語;源自(εὐλογέω / κατευλογέω)=祝福);由(εὖ / εὖγε)=好)與(λόγος)=話)組成;其中 (εὖ / εὖγε)出自(εὐρύχωρος)X*=善,美),而 (λόγος)出自(λέγω / εἴρω)*=陳述)
出現次數:總共(16);羅(2);林前(1);林後(4);加(1);弗(1);來(2);雅(1);彼前(1);啓(3)
譯字彙編
1) 頌讚(4) 雅3:10; 啓5:12; 啓5:13; 啓7:12;
2) 祝福(4) 羅15:29; 林後9:6; 林後9:6; 來12:17;
3) 福(3) 林前10:16; 加3:14; 來6:7;
4) 福氣(1) 彼前3:9;
5) 福分(1) 弗1:3;
6) 捐貲(1) 林後9:5;
7) 媚語(1) 羅16:18;
8) 樂捐(1) 林後9:5

English (Woodhouse)

praise

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Léxico de magia

alabanza χαίρετε, οἷς τὸ χαίρειν ἐν εὐλογίᾳ δίδοται, ἀδελφοῖς καὶ ἀδελφαῖς os saludo a vosotros, a quienes se ha concedido alegrarse en la alabanza, hermanos y hermanas P IV 1136

Lexicon Thucydideum

laudatio, commendation, praise, 2.42.1.