εὔκαρπος: Difference between revisions

15
(SL_1)
(15)
Line 21: Line 21:
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[εὔκαρπος]], -ον</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[fruitful]] εὐκάρποιο γαίας [[μέτωπον]] (P. 1.30) ἀριστεύοισαν εὐκάρπου χθονὸς Σικελίαν (N. 1.14) Θραικίαν γαῖαν ἀμπελόεσσάν τε καὶ εὔκαρπον (Pae. 2.26) ]ν εὐκάρπ[ου (supp. Snell, qui χθον]ὸς ex alio frag. papyri [[add]].) fr. 215b. 12.
|sltr=[[εὔκαρπος]], -ον</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[fruitful]] εὐκάρποιο γαίας [[μέτωπον]] (P. 1.30) ἀριστεύοισαν εὐκάρπου χθονὸς Σικελίαν (N. 1.14) Θραικίαν γαῖαν ἀμπελόεσσάν τε καὶ εὔκαρπον (Pae. 2.26) ]ν εὐκάρπ[ου (supp. Snell, qui χθον]ὸς ex alio frag. papyri [[add]].) fr. 215b. 12.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὔκαρπος]], -ον)<br />αυτός που παράγει άφθονους και ωραίους καρπούς, [[καρποφόρος]], [[γόνιμος]] («εὐκάρπου χθονός», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[γυναίκα]]) αυτή που γεννά [[πολλά]] [[παιδιά]], η πολύτοκη<br /><b>2.</b> αυτός που κάνει [[κάτι]] γόνιμο, καρποφόρο<br /><b>3.</b> ως επίθ. της Αφροδίτης, του Διονύσου, της Δήμητρας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[καρπός]]].
}}
}}