Anonymous

εὔκαρπος: Difference between revisions

From LSJ
4
(15)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὔκαρπος]], -ον)<br />αυτός που παράγει άφθονους και ωραίους καρπούς, [[καρποφόρος]], [[γόνιμος]] («εὐκάρπου χθονός», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[γυναίκα]]) αυτή που γεννά [[πολλά]] [[παιδιά]], η πολύτοκη<br /><b>2.</b> αυτός που κάνει [[κάτι]] γόνιμο, καρποφόρο<br /><b>3.</b> ως επίθ. της Αφροδίτης, του Διονύσου, της Δήμητρας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[καρπός]]].
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὔκαρπος]], -ον)<br />αυτός που παράγει άφθονους και ωραίους καρπούς, [[καρποφόρος]], [[γόνιμος]] («εὐκάρπου χθονός», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[γυναίκα]]) αυτή που γεννά [[πολλά]] [[παιδιά]], η πολύτοκη<br /><b>2.</b> αυτός που κάνει [[κάτι]] γόνιμο, καρποφόρο<br /><b>3.</b> ως επίθ. της Αφροδίτης, του Διονύσου, της Δήμητρας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[καρπός]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὔκαρπος:''' -ον, [[άφθονος]] σε καρπό, [[καρποφόρος]], [[γόνιμος]], σε Ομηρ. Ύμν., Σοφ.· λέγεται για τη [[Δήμητρα]], σε Ανθ.
}}
}}