εὐπινής: Difference between revisions

15
(6_7)
(15)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐπινής''': -ές, ([[πίνος]]) ὁ ἱκανὸν πίνον, [[ἤτοι]] [[ῥύπον]] ἐξ ἐλαίου καὶ κόνεως ἔχων ἐπὶ τοῦ σώματος, ἐπὶ ἀθλητοῦ ἐν τῇ παλαίστρᾳ, [[καλῶς]] γεγυμνασμένος, [[ῥωμαλέος]], Κρατῖνος ἐν Ἀδήλ. 118· ἐπὶ χαλκοῦ καὶ σιδήρου, χαλκὸς... εὐπινέστερος... τοῦ σιδήρου Ὀρειβάσ. 121 Mai. II. μὲ ἱκανὴν σκωρίαν ἐκ τοῦ χρόνου ἢ τῆς ἀρχαιότητος, [[κυρίως]] ἐπὶ ἀρχαίων ἀγαλμάτων· ἀκολούθως ἐπὶ τοῦ ὕφους τῶν ἀρχαίων συγγραφέων, [[ἁπλοῦς]], [[ἀφελής]], [[φυσικός]], Κικ. πρὸς Ἀττ. 12. 6, 3· οὕτω δὲ καὶ Ἐπιρρ. -νῶς, [[αὐτόθι]] 15. 17, 2· ― περὶ τῆς λέξ. ἴδε Toup. ἐν Λογγίνῳ 30, Schäf. ἐν Διον. Ἁλ. π. Συνθ. σ. 301, 329, Ernesti Clav. Cic. ἐν λέξ. : πρβλ. [[πίνος]], [[εὐπίνεια]], [[ἀρχαιοπινής]], [[πινόομαι]].
|lstext='''εὐπινής''': -ές, ([[πίνος]]) ὁ ἱκανὸν πίνον, [[ἤτοι]] [[ῥύπον]] ἐξ ἐλαίου καὶ κόνεως ἔχων ἐπὶ τοῦ σώματος, ἐπὶ ἀθλητοῦ ἐν τῇ παλαίστρᾳ, [[καλῶς]] γεγυμνασμένος, [[ῥωμαλέος]], Κρατῖνος ἐν Ἀδήλ. 118· ἐπὶ χαλκοῦ καὶ σιδήρου, χαλκὸς... εὐπινέστερος... τοῦ σιδήρου Ὀρειβάσ. 121 Mai. II. μὲ ἱκανὴν σκωρίαν ἐκ τοῦ χρόνου ἢ τῆς ἀρχαιότητος, [[κυρίως]] ἐπὶ ἀρχαίων ἀγαλμάτων· ἀκολούθως ἐπὶ τοῦ ὕφους τῶν ἀρχαίων συγγραφέων, [[ἁπλοῦς]], [[ἀφελής]], [[φυσικός]], Κικ. πρὸς Ἀττ. 12. 6, 3· οὕτω δὲ καὶ Ἐπιρρ. -νῶς, [[αὐτόθι]] 15. 17, 2· ― περὶ τῆς λέξ. ἴδε Toup. ἐν Λογγίνῳ 30, Schäf. ἐν Διον. Ἁλ. π. Συνθ. σ. 301, 329, Ernesti Clav. Cic. ἐν λέξ. : πρβλ. [[πίνος]], [[εὐπίνεια]], [[ἀρχαιοπινής]], [[πινόομαι]].
}}
{{grml
|mltxt=[[εὐπινής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> (για τους αθλητές στην [[παλαίστρα]]) αυτός που έχει στο [[σώμα]] ρύπο από [[σκόνη]] και [[λάδι]]<br /><b>2.</b> (για χαλκό ή σίδηρο) αυτός που γίνεται εύκολα [[στιλπνός]], [[λαμπρός]]<br /><b>3.</b> (για [[οικία]]) καθαρή, κομψή, [[ευπρεπής]]<br /><b>4.</b> (για ύφος) απλό, αφελές<br /><b>5.</b> ([[κατά]] τον Φώτιο) «εὐπινές<br />τὸ ἀφελὲς καὶ μὴ [[λίαν]] τετημελημένον, ἀλλὰ [[μέτριον]] [[πίνον]] ἔχον»<br /><b>6.</b> ([[κατά]] το Μέγα Ετυμολογικόν) «[[εὐπινής]]<br />[[εὐειδής]]». <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εὐπινῶς</i> (Α)<br />κομψά, με [[χάρη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>πινής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πίνος]] «[[ρύπος]], [[ακαθαρσία]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>δυσ</i>-<i>πινής</i>].
}}
}}