εὐνή: Difference between revisions

4,014 bytes added ,  29 September 2017
15
(Autenrieth)
(15)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=gen. [[εὐνῆφι]]: (1) [[place]] to [[lie]], [[bed]], [[couch]]; said of an [[army]], Il. 10.408; of the ‘[[lair]]’ of [[wild]] animals, Il. 11.115; esp. [[typical]] of [[love]] and [[marriage]], φιλότητι καὶ εὐνῇ, [[οὐκ]] ἀποφώλιοι εὐναὶ | ἆθανάτων, Od. 11.249.—(2) pl., εὐναί, [[mooring]]-stones, [[which]] served as anchors, having cables ([[πρυμνήσια]]) [[attached]] to [[them]], and [[being]] [[cast]] [[into]] the [[water]] or [[upon]] the [[shore]], Il. 1.436, 476.
|auten=gen. [[εὐνῆφι]]: (1) [[place]] to [[lie]], [[bed]], [[couch]]; said of an [[army]], Il. 10.408; of the ‘[[lair]]’ of [[wild]] animals, Il. 11.115; esp. [[typical]] of [[love]] and [[marriage]], φιλότητι καὶ εὐνῇ, [[οὐκ]] ἀποφώλιοι εὐναὶ | ἆθανάτων, Od. 11.249.—(2) pl., εὐναί, [[mooring]]-stones, [[which]] served as anchors, having cables ([[πρυμνήσια]]) [[attached]] to [[them]], and [[being]] [[cast]] [[into]] the [[water]] or [[upon]] the [[shore]], Il. 1.436, 476.
}}
{{grml
|mltxt=η (Α [[εὐνή]], επικ. γεν. εν. και πληθ. [[εὐνῆφι]], εὐνῆφιν)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ναυτ.</b> μικρή [[άγκυρα]] τών ναρκών από [[σκυροκονίαμα]] ή από χυτοσίδηρο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[τόπος]] όπου κοιμάται [[κάποιος]], το [[κρεβάτι]], η [[κλίνη]] («ἔβη εἰς εὐνήν», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> το [[στρώμα]] (α. «[[λέχος]] πόρσυνε καὶ εὐνήν», <b>Ομ. Οδ.</b><br />β. «εὐναὶ γὰρ [[ἦσαν]] δαΐων πρὸς τείχεσιν», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «εὐναὶ Νυμφάων» — οι κατοικίες τών Νυμφών (<b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />β) «κριοῡ εὐναί» — [[τόπος]] στην [[Κολχίδα]] όπου ξεκουράστηκε το [[κριάρι]] του Φρίξου (Απολλ. Ρόδ.)<br /><b>4.</b> η [[φωλιά]] ζώων ή πτηνών (α. «συφεοὺς [[δυοκαίδεκα]] ποίει εὐνάς... συσί» — χοιροστάσια, <b>Ομ. Οδ.</b><br />β. «πρὸς τὴν εὐνὴν τοῡ λαγῶ» — [[προς]] τη λαγοφωλιά, <b>Ξεν.</b>)<br /><b>5.</b> το συζυγικό [[κρεβάτι]] («ἀνδρὸς ἐν εὐνῇ [[ἤθελον]] εὐνηθῆναι» <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «ἐμίγη φιλότητι καὶ εὐνῇ» — ήλθε σε σαρκική [[μίξη]] (<b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>7.</b> ο [[τάφος]]<br /><b>8.</b> <b>πληθ.</b> <i>αἱ εὐναί</i><br />α) οι λίθοι που ρίχνονται από την [[πρώρα]] και χρησιμεύουν ως [[άγκυρα]] του πλοίου<br />β) οι σιδερένιες άγκυρες του πλοίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Κατά μια [[άποψη]] ο τ. συνδέεται με αρχ. ιρ. (<i>h</i>)<i>uam</i> «[[σπηλιά]], [[τρώγλη]]», αβεστ. <i>un</i><i>ā</i> «[[τρύπα]], [[ρωγμή]]», ενώ πιθ. [[παραγωγή]] της λ. από τ. <i>εὐδνα</i> (<span style="color: red;"><</span> [[εὕδω]]) θα ήταν παρακεκινδυνευμένη λόγω ανυπαρξίας δασέος στον τ. [[εὐνή]] και της δυσκολίας της απλοποιήσεως του συμπλέγματος -<i>δν</i>- σε -<i>ν</i>-. Η λ. [[είναι]] [[κυρίως]] ποιητική και έχει τόσο τη γενική [[σημασία]] «[[κλίνη]], [[στρώμα]], [[κατάλυμα]]», η οποία διακρίνεται από τη [[σημασία]] [[λέχος]] που δηλώνει μόνο τον [[σκελετό]] του κρεβατιού, όσο και την ειδικότερη [[σημασία]] «συζυγική [[κλίνη]]». Επίσης χρησιμοποιήθηκε και με τη [[σημασία]] «[[ενέδρα]]» που απαντά στον Όμηρο και αναφέρεται στο [[κυνήγι]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ευνάζω]], [[ευναίος]], [[ευνάν]], [[ευνέτης]], <i>ευνήθευ</i>, [[εύνια]], [[εύνις]], [[ευνώ]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[ευνούχος]]. (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[δίσευνος]], [[δυσπάρευνος]], [[ένευνος]], <i>όμευνος</i>, [[πάρευνος]], [[σιδεύνης]], [[σποδεύνης]], [[στεργοξύνευνος]], [[σύνευνος]], [[συνόμευνος]], [[φίλευνος]], [[χαμαιευνάς]], [[χαμαιεύνης]], [[χαμευνάς]], [[χαμεύνης]], [[χάμευνος]], [[χλοεύνης]]].
}}
}}