εὐνή

From LSJ

Πενίας βαρύτερον οὐδέν ἐστι φορτίονOnus est inopia longe gravius ceteris → Als Armut gibt es keine Last, die schwerer wiegt

Menander, Monostichoi, 450
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐνή Medium diacritics: εὐνή Low diacritics: ευνή Capitals: ΕΥΝΗ
Transliteration A: eunḗ Transliteration B: eunē Transliteration C: evni Beta Code: eu)nh/

English (LSJ)

ἡ, Ep. gen. sg. and pl.
A εὐνῆφι, εὐνῆφιν Od.2.2, al.:—bed, εὐνῇ ἔνι μαλακῇ Il.9.618, etc.; ἔβη εἰς εὐνήν Od. 1.427, etc.; ὄρνυτ' ἄρ' ἐξ εὐνῆφιν Od.2.2, al.: in Cret. Prose, εὐνά Schwyzer 180.
2 bedding, distinct from λέχος (the bedstead), λέχος πόρσυνε καὶ εὐνήν Od.3.403; ἐκθεῖσαι πυκινὸν λέχος ἐμβάλετ' εὐνήν 23.179; cf. ἐνεύναιος.
b especially of soldiers in the field, Th.3.112, 4.32, 6.67, Pl.R. 415e, A.Ag.559, E. Rh.1 (anap.).
3 εὐναὶ νυμφάων their abode, Il.24.615; of animals, συφεοὺς δυοκαίδεκα ποίει… εὐνὰς συσί Od.14.14; lair of a deer, 4.338, Il.11.115; [νεβρὸν] ἐξ εὐνῆφι θορόντα 15.580; form of a hare, X.Cyn. 6.16; nest, S.Ant.425; κριοῦ εὐναί, a place in Colchis where the ram of Phrixus rested, A.R.4.116.
4 marriage bed, μεμνημένος οὔτε τι σίτου οὔτ' εὐνῆς Il.24.130; εὐνῆς ἐπιβήμεναι 9.133; ἐξ εὐνῆς ἀνστᾶσα 14.336; usually with some word added to denote this, ἔτλην ἀνέρος εὐνήν 18.433; ἀνδρὸς ἐν εὐνῇ ἤθελον εὐνηθῆναι Od.4.333; ἀπανήνασθαι θεοῦ εὐνήν 10.297; ἐμίγην φιλότητι καὶ εὐνῇ Il.3.445, etc.; ζαλωτὸν ὁμόφρονος εὐνᾶς Pi.O.7.6; εὐναῖς ἀνανδρώτοισι S.Tr.109 (lyr.); εὐναὶ γαμήλιοι, νυμφίδιοι, κρύφιαι, E.Med.1027, Alc.886 (anap.), El.720 (lyr.); without such a word, Διὸς εὐναί Pi.P.2.27; ἄλλην τιν' εὐνὴν ἀντὶ σοῦ στέργει πόσις; E.Andr.907, cf. Hipp.1011; of Pyrrha and Deucalion, ἄτερ εὐνᾶς κτισσάσθαν λίθινον γόνον Pi.O.9.44; ὅσιος ἀπ' εὐνᾶς E.Ion150 (lyr.).
5 one's last bed, the grave, ἔνθα σ' ἔχουσιν εὐναί A. Ch.318 (lyr.); εἰς εὐνὴν πατρός S.El.436; Ἄϊδος εὐνάς Epigr.Gr.431 (Antioch.) (so some take Τυφωέος εὐναί in Il.2.783).
II pl. εὐναί, stones thrown out from the prow and used as anchors, ἐκ δ' εὐνὰς ἔβαλον, κατὰ δὲ πρυμνήσι' ἔδησαν Il.1.436, = Od.15.498; ὕψι δ' ἐπ' εὐνάων ὁρμίσσομεν we will let the ships ride at anchor in deep water, Il.14.77; εὐνὰς δ' ἔνθ' ἔβαλον κατὰ βένθεος Q.S.12.346; even of iron anchors, Sch.Il.1.436.—Rare in early Prose, X.Mem.3.11.8: in plural, Th.Il.cc., Pl.Prt. 321a, R.415e, Plt.272a.

German (Pape)

[Seite 1082] ἡ, 11 Lager, Bett u. übh. Lagerstelle, Schlafstelle; εὐνῇ ἐνὶ μαλακῇ Il. 9, 614; des Heeres, 10, 408. 464 u. sonst; Aesch. Ag. 13. 545 u. a. D.; Lager des Wildes, Il. 11, 115. 15, 580 Od. 4, 338; τοῦ λαγώ Xen. Cyn. 6, 16; des Löwen, Theocr. 13, 63; der Schweine, Od. 14, 14; das Nest der Vögel, Soph. Ant. 421; des Hahns, Theocr. 18, 57; seltener in Prosa, μαλακὰς εὐνὰς ἔχειν Plat. Polit. 272 a; – die Bettstelle selbst, Od. 16, 34; in der Vrbdg ἔνθα οἱ ἐκθεῖσαι πυκινὸν λέχος ἐμβάλετ' εὐνήν = die Bettkissen, Bettpolster, Od. 23, 179; τῷ δ' ἄλοχος λέχος πόρσυνε καὶ εὐνήν 3, 403 u. öfter; λέκτρων τ' εὐνὰς ἁβροχίτωνας Aesch. Pers. 535; Ehebette, εὐνὴν αἰδομένη πόσιος Od. 16, 75; 4, 333; εὐνὴν ἀνδρὸς αἰσχύνουσα Aesch. Ag. 1609; Ehe, Beischlaf, Vermählung, φιλότητι καὶ εὐνῇ μιγῆναι, Hom. oft, ἔτλην ἀνέρος εὐνήν Il. 18, 433; ἀπανήνασθαι θεοῦ εὐνήν Od. 10, 297; ὁμόφρων Pind. Ol. 7, 6; Λιὸς πολυγαθέες εὐναί P. 2, 27; εὐναὶ ἀνδρῶν Aesch. Suppl. 134. 143; Soph. öfter; ἄλλην τίν' εὐνὴν ἀντὶ σοῦ στέργει πόσις, die Verbindung mit welcher Andern zieht er dir vor, Eur. Andr. 908; γαμήλιοι εὐναί Med. 1027, νυμφίδιοι Alc. 889; εὐναὶ δικαίων ὑμεναίων Suppl. 1026; κρυφίαις εὐναῖς πείσας ἄλοχον Ἀτρέως El. 720. – Übertr., der Ort zum Ausruhen, das Grab, ἔνθα σ' ἔχουσιν εὐναί Aesch. Ch. 316, vgl. Ag. 1422, wie Soph. El. 428; so wird auch Τυφωέος εὐναί Il. 2, 783 von Einigen erkl.; κεῖμαι εἰς ἀλαμπέας Ἄϊδος εὐνάς Ep. ad. 677 (App. 260); – die Stelle, δένδρων Philostr.; πυρόεσσα, der Scheiterhaufen, Opp. H. 4, 557. – 2) αἱ εὐναί, Steine, die in den ältesten Zeiten die Stelle des Ankers vertraten, mit denen man das Schiff am Strande befestigte, Ankersteine, Il. 1, 436. 14, 77 Od. 9, 137; vgl. Nitzsch zu Od. 2, 418. – Bei Thuc. 6, 67 erkl. Phot. εὐναί durch ἐπίγεια, es ist ein Zelt im Lager, vgl. 3, 112. 4, 32, wie στρατοπεδευσάμενοι εὐνὰς ποιησάσθων Plat. Rep. III, 415 e.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
I. couche ; lit ; particul. lit nuptial ; épouse ; p. ext. plaisirs du mariage, embrassement, étreinte;
II. p. anal.
1 étable à porcs;
2 repaire de bête fauve;
3 gîte d'un faon, d'un lièvre;
4 nid;
5 tombeau;
6 αἱ εὐναί pierres qui anciennement servaient d'ancres.
Étymologie: DELG -.

Russian (Dvoretsky)

εὐνή: дор. εὐνά ἡ (эп. gen. sing. и pl. εὐνῆφι(ν);)
1 постель, ложе (βαίνειν εἰς εὐνήν и εὐνῆς ἐπιβήμεναι Hom.): λέχος καὶ εὐνή Hom. кровать и постель;
2 место отдохновения, обиталище (θεάων Νυμφάων Hom.);
3 палатка, шатер (Τρώων φυλακαί τε καὶ εὐναί Hom.);
4 логово, нора (ἐλάφοιο Hom.; τοῦ λαγῶ Xen.);
5 гнездо (ὀρνίθων Soph.);
6 брачное ложе (εὐναὶ ἀνάνδρωτοι Soph.);
7 брачный союз (φιλότητι καὶ εὐνῇ μιγῇναι Hom.);
8 место (последнего) упокоения, могила (πατρός Soph.);
9 супруга (ἡ ἐμὴ μέλλουσα εὐ. Eur.);
10 pl. (служившие якорями, т. е.) якорные камни: ἐκ δ᾽ εὐνὰς ἔβαλον Hom. (спутники Телемаха) бросили якорь.

Greek (Liddell-Scott)

εὐνή: ἡ, Ἐπικ. γεν. ἐν. καὶ πληθ. εὐνῆφι, -φιν, Ὅμ. Κλίνη, κοίτη, εὐνῇ ἑνὶ μαλακῇ Ἰλ. Ι. 618, κτλ.· ἔβη εἰς εὐνήν, μετέβη εἰς τὴν κλίνην, ὑπῆγε να κοιμηθῇ, Ὀδ. Α. 427, κτλ.· εὐνῇς ἐπιβήμεναι Ἰλ. Ι. 133, κτλ.· ἐξ εὐνῆς ἀνστᾶσα Ξ. 336· ἐξ εὐνῆφι θορόντα Ο. 580· ὢρνυτ’ ἄρ’ ἐξ εὐνῆφι Ὀδ. Β. 2, Γ. 405, Δ. 307· πρβλ. λέκτρον. 2) ἡ στρωμνή, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ λέχος (ἡ κλίνη), λέχος πόρσυνε καὶ εὐνὴν Γ. 403· ἐκθεῖσαι πυκινὸν λέχος ἐμβάλετ’ εὐνὴν Ψ. 179, ἴδε ἐν Ἰλ. ἐνεύναιος. 3) εὐναί Νυμφάων, αἱ κατοικίαι αὐτῶν, Ἰλ. Ω. 615: - ἐπὶ ζῴων, συφεοὺς δυοκαίδεκα ποίει… εὐνὰς συσὶν Ὀδ. Ξ. 14· ἡ φωλεὰ ἐλάφου, Δ. 338, Ἰλ. Λ. 115· ἡ κοίτη λαγωού, Ξεν. Κυν. 6. 16· φωλεὰ πτηνῶν, Σοφ. Ἀντ. 425. κριοῦ εὐναί, μέρος ἐν Κολχίδι, ὅπουκριὸς τοῦ Φρίξου ἔστη, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 116. 4) ἡ γαμήλιος ἢ συζυγικὴ κλίνη, ἀλλ’ ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ προστιθεμένης ἰδίας λέξεως, δι’ ἧς δηλοῦται τοῦτο, ἔτλην ἀνέρος εὐνὴν Ἰλ. Σ. 433· ἀνδρὸς ἐν εὐνῇ ἤθελον εὐνηθῆναι Ὀδ. Δ. 333· ἀπανήνασθαι θεοῦ εὐνὴν Κ. 297· καὶ συχνάκις ἐν τῇ φράσει, ἐμίγην (ἐμίγη) φιλότητι καὶ εὐνῇ Ἰλ. Γ. 445, κτλ.· - ζαλωτὸν ὁμόφρονος εὐνᾶς Πινδ. Ο. 7, 10· εὐναῖς ἀνανδρώτοισι Σοφ. Τρ. 109· εὐναὶ γαμήλιοι, νυμφίδιοι, κρύφιαι Εὐρ. Μήδ. 1027, Ἄλκ. 885, Ἠλ. 720: - ἐνίοτε ὅμως καὶ ἄνευ τῆς προσθήκης ἄλλης λέξεως, ἄλλην τιν’ εὐνὴν ἀντὶ σοῦ στέργει πόσις, ἔνθα δὲν ὑπάρχει αἰτία νὰ ἐκλάβῃ τις αὐτὸ ἐπὶ προσώπου, ὁ αὐτ. ἐν Ἀνδρ. 907, πρβλ., Τρῳ. 831· οὕτως ἐπὶ παρθένων, ἄτερ εὐνᾶς Πινδ. Ο. 9. 69· ὅσιος ἀπ’ εὐνῆς Εὐρ. Ἴων 150. 5) ἡ ἐσχάτη κλίνη τοῦ ἀνθρώπου, ὁ τάφος, ἔνθα σ’ ἔχουσιν εὐναὶ Αἰσχύλ. Χο. 319· εἰς εὐνὴν πατρὸς Σοφ. Ἠλ. 436, πρβλ. Ἀνθ. Π. παράρτ. 260· (οὕτω τινὲς ἐκλαμβάνουσι τὸ Τυφωέος εὐναὶ ἐν Ἰλ. Β. 783). 6) κατοικία, Πλάτ. Πολ. 415Ε. ΙΙ. πληθ. εὐναί, λίθοι χρησιμεύοντες ὡς ἄγκυραι κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ Ὁμ. καὶ Ἡσιόδ., καὶ ῥιπτόμενοι, ὡς καὶ νῦν, ἐκ τῆς πρῴρας, ἐνῷ ἡ πρύμνα προσεδένετο εἰς τὴν ξηρὰν (πρβλ. πεῖσμα, πρυμνήσιον), ἐκ δ’ εὐνὰς ἔβαλον κατὰ δὲ πρυμνήσι’ ἔδησαν Ἰλ. Α. 436, Ὀδ. Ο. 498· ὕψι δ’ ἐπ’ εὐνάων ὁρμίσσομεν, ἔξω δὲ εἰς τὰ ἀνοικτὰ ἐπ’ ἀγκύρας θὰ σαλεύωμεν, Ἰλ. Ξ. 77· εὐνὰς δ’ ἔνθ’ ἔβαλον κατὰ βένθεος Κόϊντ. Σμ. 12. 346: - τὸ αὐτὸ ὄνομα εἶχον αἱ ἄγκυραι ἔτι καὶ ὅτε ἦσαν ἐκ σιδήρου, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Α. 436. - Δὲν ὑπάρχει λόγος ὅπως ἐκλάβωμεν τό, ἐπὶ ταῖς εὐναῖς τοῦ Θουκ. 6. 67, ἐν τῇ Ὁμηρικῇ σημασίᾳ. - Ἡ λέξις εἶναι σπανία παρὰ πεζολόγοις, ὡς ἐν Πλάτ. Πρωτ. 321 Α, Πολ. 415 Ε, Πολιτικ. 272 Α.

English (Autenrieth)

gen. εὐνῆφι: (1) place to lie, bed, couch; said of an army, Il. 10.408; of the ‘lair’ of wild animals, Il. 11.115; esp. typical of love and marriage, φιλότητι καὶ εὐνῇ, οὐκ ἀποφώλιοι εὐναὶ | ἆθανάτων, Od. 11.249.—(2) pl., εὐναί, mooring-stones, which served as anchors, having cables (πρυμνήσια) attached to them, and being cast into the water or upon the shore, Il. 1.436, 476.

Greek Monolingual

η (Α εὐνή, επικ. γεν. εν. και πληθ. εὐνῆφι, εὐνῆφιν)
νεοελλ.
ναυτ. μικρή άγκυρα τών ναρκών από σκυροκονίαμα ή από χυτοσίδηρο
αρχ.
1. ο τόπος όπου κοιμάται κάποιος, το κρεβάτι, η κλίνη («ἔβη εἰς εὐνήν», Ομ. Οδ.)
2. το στρώμα (α. «λέχος πόρσυνε καὶ εὐνήν», Ομ. Οδ.
β. «εὐναὶ γὰρ ἦσαν δαΐων πρὸς τείχεσιν», Αισχύλ.)
3. φρ. α) «εὐναὶ Νυμφάων» — οι κατοικίες τών Νυμφών (Ομ. Ιλ.)
β) «κριοῦ εὐναί» — τόπος στην Κολχίδα όπου ξεκουράστηκε το κριάρι του Φρίξου (Απολλ. Ρόδ.)
4. η φωλιά ζώων ή πτηνών (α. «συφεοὺς δυοκαίδεκα ποίει εὐνάς... συσί» — χοιροστάσια, Ομ. Οδ.
β. «πρὸς τὴν εὐνὴν τοῦ λαγῶ» — προς τη λαγοφωλιά, Ξεν.)
5. το συζυγικό κρεβάτι («ἀνδρὸς ἐν εὐνῇ ἤθελον εὐνηθῆναι» Ομ. Οδ.)
6. φρ. «ἐμίγη φιλότητι καὶ εὐνῇ» — ήλθε σε σαρκική μίξη (Ομ. Ιλ.)
7. ο τάφος
8. πληθ. αἱ εὐναί
α) οι λίθοι που ρίχνονται από την πρώρα και χρησιμεύουν ως άγκυρα του πλοίου
β) οι σιδερένιες άγκυρες του πλοίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Κατά μια άποψη ο τ. συνδέεται με αρχ. ιρ. (h)uam «σπηλιά, τρώγλη», αβεστ. unā «τρύπα, ρωγμή», ενώ πιθ. παραγωγή της λ. από τ. εὐδνα (< εὕδω) θα ήταν παρακεκινδυνευμένη λόγω ανυπαρξίας δασέος στον τ. εὐνή και της δυσκολίας της απλοποιήσεως του συμπλέγματος -δν- σε -ν-. Η λ. είναι κυρίως ποιητική και έχει τόσο τη γενική σημασία «κλίνη, στρώμα, κατάλυμα», η οποία διακρίνεται από τη σημασία λέχος που δηλώνει μόνο τον σκελετό του κρεβατιού, όσο και την ειδικότερη σημασία «συζυγική κλίνη». Επίσης χρησιμοποιήθηκε και με τη σημασία «ενέδρα» που απαντά στον Όμηρο και αναφέρεται στο κυνήγι.
ΠΑΡ. αρχ. ευνάζω, ευναίος, ευνάν, ευνέτης, ευνήθευ, εύνια, εύνις, ευνώ.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) ευνούχος. (Β' συνθετικό) αρχ. δίσευνος, δυσπάρευνος, ένευνος, όμευνος, πάρευνος, σιδεύνης, σποδεύνης, στεργοξύνευνος, σύνευνος, συνόμευνος, φίλευνος, χαμαιευνάς, χαμαιεύνης, χαμευνάς, χαμεύνης, χάμευνος, χλοεύνης].

Greek Monotonic

εὐνή: ἡ, Επικ. γεν. ενικ. και πληθ. εὐνῆφι, -φιν·
I. 1. κρεβάτι, κλίνη, κοίτη, σε Όμηρ.· εὐνῆς ἐπιβήμεναι, σε Ομήρ. Ιλ.· ἐξ εὐνῆς ἀναστᾶσα, στο ίδ. κ.λπ.
2. στρώμα, αντίθ. προς το λέχος (το πλαίσιο του κρεβατιού), σε Ομήρ. Οδ.
3. εὐναὶ Νυμφάων, η κατοικία τους, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για ζώα, φωλιά ελαφιού, σε Όμηρ.· φωλιά λαγού, σε Ξεν.· φωλιά πουλιού, σε Σοφ.
4. νυφικό κρεβάτι, νυφική, συζυγική κλίνη, σε Όμηρ. κ.λπ.
5. το τελευταίο κρεβάτι κάποιου, ο τάφος, σε Αισχύλ., Σοφ.
II. πληθ., εὐναί, πέτρες που χρησίμευαν ως άγκυρες στα Ομηρ. χρόνια και στα χρόνια του Ησιόδ.· ρίχνονταν απ' την πλώρη κατά τη διάρκεια που η πρύμνη προσδενόταν στην ξηρά, ἐκ δ' εὐνὰς ἔβαλον κατὰ δεν πρυμνήσι' ἔδησαν, σε Όμηρ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: layer (of animals and soldiers), bed, matrimonial bed, metaph. marriage and tomb, as nautical expression in plur. anchor-stones (Il.).
Compounds: As 1. member in εὐνοῦχος m. "protector of the bed", chamberlain, eunuch (Ion.-Att.; on the meaning E. Maaß, RhM 74, 432ff.) with εὐνουχίζω, -ίας a. o. As 2. member a. o. in χαμαι-εύνης (on the formation Schwyzer 451), f. -ευνάς with its layer on the bottom, lying on the naked bottom (Hom.); also χαμ-ευνάς id. (Lyc.), as determinative layer on the bottom (Nil. Th. 23); in this meaning further χαμ-εύνη, (Trag.) with χαμεύνιον (Pl.), -ευνίς (Theoc.), -ευνία (Ph., Philostr.).
Derivatives: εὐναῖος belonging to the εὐνη (trag.), εὔνια pl. = εὐνή (App.), εὐνέτης layer-companion, wife (E.), -έτις f. (Hp., A. R.), εὐνάτας id. (E. Med. 159, conj.), εὖνις f. (S., E.). Two denomin. εὐνάομαι, εὐνηθῆναι, -άω lay down, go to bed, sleep resp. bring to rest (Il.) with εὐνήματα pl. marriage (E. Ion 304; cf. Chantraine Formation 184ff.), εὐνήτωρ, -άτωρ, -ητήρ, -ατήρ = εὐνέτης (trag.), f. εὐνήτειρα, -άτειρα, -ήτρια (trag.), εὑνατήριον sleeping-room (A.). εὐνάζομαι, εὐνασθῆναι, εὐνάζω id. with τὰ εὐνάσιμα sleeping-places (X. Kyn. 8, 4; after ἱππάσιμος a. o., cf. Arbenz Die Adj. auf -ιμος 48), εὐναστήρ = εὐνέτης (Lyc.), εὐνάστειρα λίθος (Opp.), εὐναστήριον = εὐνατήριον (S., E.). Details of the tragedians in Fraenkel Nom. ag. 2, 17, Björck, Alpha impurum 139f.; also Chantraine REGr. 59-60, 227f.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Unexplained. Von Strachan in Fick 2, 48, Lidén IF 19, 320f. compare OIr. (h)uam hole and Av. unā f. hole, slit (in the earth); further s. Bq s. v., W.-Hofmann s. exuō and 1. venus. Also Arm. unim have, own remains far (rather with Meillet MSL 23, 276 to Hitt. epmi take, seize, Lat. apīscor etc.).

Middle Liddell

I. a bed, Hom.; εὐνῆς ἐπιβήμεναι Il.; ἐξ εὐνῆς ἀναστᾶσα Il., etc.
2. the bedding, as opp. to λέχος (the bedstead), Od.
3. εὐναὶ Νυμφάων their abode, Il.: —of animals, the lair of a deer, Hom.; the seat of a hare, Xen.; the nest of a bird, Soph.
4. the marriage-bed, Hom., etc.
5. one's last bed, the grave, Aesch., Soph.
II. pl. εὐναί, stones used as anchors in the times of Hom. and Hes., and thrown out from the prow, while the stern was made fast to land, ἐκ δ' εὐνὰς ἔβαλον κατὰ δὲ πρυμνήσι' ἔδησαν Hom.

Frisk Etymology German

εὐνή: {eunḗ}
Grammar: f.
Meaning: Lager (von Tieren und Soldaten), Bett, Ehebett, übertr. Ehe und Grab, als nautischer Ausdruck im Plur. Ankersteine (vorw. poet. seit Il.).
Composita: Als Vorderglied in εὐνοῦχος m. "Bettschützer", Kämmerer, Eunuch (ion. att.; zur Bed. E. Maaß RhM 74, 432ff.) mit εὐνουχίζω, -ίας u. a. Als Hinterglied u. a. in χαμαιεύνης (zur Bildung Schwyzer 451), f. -ευνάς das Lager auf dem Boden habend, auf dem nackten Boden liegend (Hom. usw.); auch χαμευνάς ib. (Lyk., Nonn.), als Determinativum Lager auf dem Boden (Nil. Th. 23); in dieser Bedeutung sonst χαμεύνη, -α (Trag. usw.) mit χαμεύνιον (Pl. u. a.), -ευνίς (Theok.), -ευνία (Ph., Philostr. u. a.).
Derivative: Zahlreiche Ableitungen: εὐναῖος [[zur εὐνή gehörig]] (Trag. usw.), εὔνια pl. = εὐνή (App.), εὐνέτης Lagergenosse, Gatte (E. u. a.), -έτις f. (Hp., A. R.), εὐνάτας ib. (E. Med. 159, conj.), εὖνις f. (S., E. u. a.). Zwei Denominativa. 1. εὐνάομαι, εὐνηθῆναι, -άω sich lagern, zu Bett gehen, schlafen bzw. lagern, zur Ruhe bringen (ep. poet. seit Il.) mit εὐνήματα pl. Ehe (E. Ion 304; wohl nur aus εὐνή erweitert, vgl. Chantraine Formation 184ff.), εὐνήτωρ, -άτωρ, -ητήρ, -ατήρ = εὐνέτης (Trag.), f. εὐνήτειρα, -άτειρα, -ήτρια (Trag.), εὐνατήριον Schlafzimmer (A.). 2. εὐνάζομαι, εὐνασθῆναι, εὐνάζω ib. mit τὰ εὐνάσιμα Schlafstätten (X. Kyn. 8, 4; nach ἱππάσιμος u. a., vgl. Arbenz Die Adj. auf -ιμος 48), εὐναστήρ = εὐνέτης (Lyk.), εὐνάστειρα λίθος (Opp.), εὐναστήριον = εὐνατήριον (S., E.). Einzelheiten aus der Tragikersprache bei Fraenkel Nom. ag. 2, 17, Björck Alpha impurum 139f.; dazu noch Chantraine REGr. 59-60, 227f.
Etymology: Unerklärt. Von Strachan bei Fick 2, 48, Lidén IF 19, 320f. mit air. (h)uam Höhle und aw. unā f. ‘Loch, Riß (in der Erde)’ verglichen; über weitere Versuche s. Bq s. v., WP. 1, 259 und 110, W.-Hofmann s. exuō und 1. venus. Auch arm. unim haben, besitzen bleibt fern (wohl mit Meillet MSL 23, 276 zu heth. epmi fassen, ergreifen, lat. apīscor usw.).
Page 1,589

Mantoulidis Etymological

(=κρεβάτι, στρῶμα, φωλιά). Ἴσως ἀπό τό εὔδω (=κοιμοῦμαι).
Παράγωγα: εὐνάζω (=βάζω κάποιον νά κοιμηθεῖ), εὐναῖος, εὐνάσιμος, εὐνατήριον (=κοιτώνας), εὐνάω (=πλαγιάζω), εὐνέτης (=σύζυγος), εὐνέτις (θηλ. ἡ σύζυγος), εὔνημα (=συγκοίμηση), εὐνητήρ -εὐνατήρ = εὐναστήρ (=σύζυγος), εὐνάτειρα = εὐνήτρια (=ἡ σύζυγος), εὐνῆθεν, κατευνασμός, κατευναστικός, εὐνοῦχος, σύνευνος.

Lexicon Thucydideum

cubile, bed, couch, 3.112.3, similiter similarly 4.34.1.
tabernacula, castra, tents, camp, 6.67.1.

Translations

couch

Afrikaans: bank; Albanian: divan; Arabic: فِرَاش‎, أَرِيكَة‎, مَضْجَع‎; Egyptian Arabic: كنبة‎; Hijazi Arabic: كنبة‎; South Levantine Arabic: كنباية‎; Armenian: բազմոց, թախտ; Belarusian: канапа; Bulgarian: диван, кушетка; Catalan: sofà; Chinese Mandarin: 沙發, 沙发, 長沙發椅, 长沙发椅; Czech: pohovka, gauč; Danish: sofa, briks, leje; Dutch: bank, sofa; Esperanto: sofo; Estonian: diivan; Finnish: sohva, leposohva; French: sofa, canapé; Georgian: ტახტი; German: Sofa, Couch; Greek: καναπές; Ancient Greek: λέχος; Hebrew: סַפָּה‎; Hungarian: kanapé, dívány; Icelandic: sófi; Irish: tolg; Italian: canapè, divano, sofà; Japanese: カウチ, ソファー, 寝台; Korean: 카우치, 소파; Latin: cubile, lectus, sponda, pulvinar; Malay: sofa; Maltese: sufan; Maori: hōpa; Norman: longue tchaîse; Northern Sami: soffá, suffá; Norwegian Bokmål: sofa; Nynorsk: sofa; Ojibwe: genwaakwak apabiwin; Ottoman Turkish: قاناپه‎, صفه‎; Persian: کاناپه‎, سوفا‎; Polish: kanapa, sofa, wersalka; Portuguese: sofá, cadeirão; Russian: диван, кушетка, тахта, софа; Rusyn: ді́ван, ґавч; Sanskrit: तल्प; Scottish Gaelic: langasaid; Serbo-Croatian: ležaj, kauč; Slovak: gauč; Slovene: kavč; Sorbian Lower Sorbian: kawč; Spanish: sofá, sillón; Swedish: soffa; Turkish: kanepe; Ukrainian: диван, канапа; Vietnamese: đi văng; Welsh: glwth

bed

Abkhaz: ацәарҭа; Adyghe: пӏэкӏор, гъолъыпӏэ, ошэкур; Afrikaans: bed, kooi; Akkadian: 𒄑𒈿; Albanian: shtrat, krevat; Amharic: ኣልጋ; Arabic: سَرِير‎, فِرَاش‎; Egyptian Arabic: سرير‎; Hijazi Arabic: سرير‎; Iraqi Arabic: چرپايه‎; Lebanese Arabic: تخت‎ mt); Moroccan Arabic: ناموسية‎; Tunisian Arabic: فرش‎; Aramaic Jewish Palestinian Aramaic: ערסא‎; Jewish Babylonian Aramaic: עַרְסָא‎; Classical Syriac: ܥܱܪܣܴܐ‎; Christian Palestinian Aramaic: ܥܪܣܐ‎; Aragonese: leito; Armenian: մահճակալ; Aromanian: crivati, cãrvat; Assamese: বিচনা, বিছনা, পালেং; Asturian: cama; Azerbaijani: yataq, çarpayı; Bashkir: карауат; Basque: ohe; Bats: კრაოტ; Belarusian: ложак; Bengali: বিছানা, পালং; Breton: gwele; Brunei Malay: katil; Bulgarian: легло, постеля, креват; Burmese: အိပ်ရာ; Buryat: орон; Caló: piltra; Catalan: llit; Central Sierra Miwok: ka·ma·-; Chamicuro: ma'pata; Chechen: маьнга; Cherokee: ᎦᏂᏟ; Chichewa: bedi, kama; Chinese Cantonese: 床, 床鋪, 床铺, 臥榻, 卧榻; Dungan: ячуон; Hakka: 床, 眠床; Mandarin: 床, 床鋪, 床铺, 睡鋪, 睡铺, 臥榻, 卧榻; Min Dong: 眠床; Min Nan: 床, 眠床, 床鋪, 床铺; Wu: 床; Chuukese: pet; Chuvash: кравать; Coptic Bohairic: ϭⲗⲟϫ; Sahidic: ϭⲗⲟϭ; Cornish: gweli; Corsican: lettu; Crimean Tatar: yataq; Czech: postel, lůžko; Dalmatian: ljat; Danish: seng; Dutch: bed, sponde; Dzongkha: ཉལ་ཁྲི; Elfdalian: saingg; Esperanto: lito; Estonian: voodi; Ewe: abati; Faliscan: leta; Faroese: song; Finnish: sänky, vuode, peti; French: lit, couche; Friulian: jet; Galician: cama, leito; Ge'ez: ዐራት; Georgian: საწოლი, ლოგინი; German: Bett; Alemannic German: Bett; Gothic: 𐌱𐌰𐌳𐌹; Greek: κρεβάτι, κλίνη; Ancient Greek: κλίνη, κοίτη, εὐνή, λέκτρον, λέχος, κράββατος; Gujarati: બિછાનું, શય્યા, પલંગ; Haitian Creole: kabann; Hausa: gado; Hebrew: מיטה \ מִטָּה‎, עֶרֶשׂ‎; Hindi: पलंग, बिस्तर, शय्या, बिछौना, बिछोना; Hungarian: ágy; Icelandic: rúm; Ido: lito; Igbo: akwa; Indonesian: ranjang, tempat tidur; Ingush: маьнги; Interlingua: lecto; Irish: leaba; Italian: letto, giaciglio; Japanese: 寝床, ベッド, 寝台, 臥榻; Kabuverdianu: kama; Kachchi: પલંગ; Kalmyk: орн; Kannada: ಮಂಚ, ಹಾಸಿಗೆ; Kapampangan: pitudturan; Kazakh: кереует; Khmer: គ្រែដេក, គ្រែ; Korean: 침대(寢臺), 잠자리; Kurdish Central Kurdish: قەریۆڵە‎; Northern Kurdish: text, textê nivistinê; Kutenai: kyawkǂi·¢nam; Kyrgyz: керебет, карават, кровать, койка; Lao: ຕຽງ, ຫລີບ, ເມັງ, ໄສຍາດ; Latin: cubile, lectus, torus, grabatus; Latvian: gulta; Lithuanian: lova; Lombard: lett, lecc; Low German Dutch Low Saxon: bedde; Luhya: sitanda; Luo: otanda; Luxembourgish: Bett; Macedonian: кревет, постела; Malay: katil, ranjang; Malayalam: മെത്ത; Maltese: sodda; Manchu: ᠪᡝᠰᡝᡵᡤᡝᠨ; Manx: lhiabbee; Maori: moenga; Marathi: बिछाना; Mbyá Guaraní: upa; Memoni: પલંગ; Mirandese: lheito; Mongolian: ор; Nama: kharob; Navajo: tsáskʼeh; Neapolitan: lietto; Nepali: ओछ्यान, खाट; Ngazidja Comorian: itranɗa, itanɗa; Norman: liet, lit, llet, lliet, llit, lyet; North Frisian: beed, baad; Northern Sami: seaŋga; Norwegian: seng; Occitan: lèit, lièch; Ojibwe: apishimon, nibaagan; Old English: bedd; Old Irish: lepaid; Old Saxon: bed; Oriya: ଖଟ, ପଲଙ୍କ; Oromo: siree; Ottoman Turkish: بستر‎, یاتاق‎; Pashto: لګډ‎; Persian: بستر‎, رختخواب‎, تختخواب‎; Plautdietsch: Bad; Polish: łóżko; Portuguese: cama, leito; Punjabi: ਬਿਸਤਰਾ; Quechua: puñuna; Romagnol: lët; Romani: pato; Romanian: pat; Romansch: letg; Russian: кровать, постель, койка; Sanskrit: शय्या; Sardinian: letu; Saterland Frisian: Bääd; Scottish Gaelic: leabaidh; Serbo-Croatian Cyrillic: крѐвет, по̏стеља; Roman: krèvet, pȍstelja; Sicilian: lettu; Sinhalese: ඇඳ; Skolt Sami: siâŋgg; Slovak: posteľ, lôžko; Slovene: pọ́stelja; Somali: sariir; Spanish: cama, lecho, catre, piltra, sobre; Svan: ლაყვრა; Swahili: kitanda; Swedish: bädd, säng; Sylheti: ꠙꠣꠟꠋ, ꠛꠤꠍꠘꠣ; Tagalog: kama; Tajik: кат; Tamil: படுக்கை, கட்டில்; Taos: pį̏ę'éna; Tatar: карават; Telugu: పక్క, పడక; Thai: เตียง; Tibetan: ཉལ་ཁྲི; Tigrinya: ዓራት; Tlingit: káa xhexhx'u yeit; Tongan: tôfâ'anga; Tourangeau: lit, guche; Turkish: yatak; Turkmen: düşek, krowat, krawat; Tuvaluan: moēga; Ukrainian: лі́жко; Ugaritic: 𐎓𐎗𐎌, 𐎎𐎉𐎚; Urdu: بستر‎, پلنگ‎; Uyghur: كارۋات‎; Uzbek: karavot, krovat; Venetian: lèt, lèto, leto, łeto; Vietnamese: giường); Vilamovian: bet; Volapük: bed; Walloon: lét; Welsh: gwely, gwelyau; West Coast Bajau: pengaw; West Frisian: bêd; White Hmong: txaj; Yakut: кырабаат, орон; Yiddish: בעט‎ or; Yup'ik: ingleq; Zazaki: ca; Zhuang: mbonq; Kachchi: પલંગ