ἐφικτός: Difference between revisions

15
(Bailly1_2)
(15)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui peut être atteint, accessible : τινι à qqn, à qch (aux yeux, à la parole, <i>etc.</i>) ; [[ἐν]] ἐφικτῷ τινος PLUT à portée de qch ; [[ὡς]] [[οὐκ]] [[ἦν]] ἐφικτὰ αὐτοῖς ÉL comme cela n’était pas en leur pouvoir.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[ἐφικνέομαι]].
|btext=ή, όν :<br />qui peut être atteint, accessible : τινι à qqn, à qch (aux yeux, à la parole, <i>etc.</i>) ; [[ἐν]] ἐφικτῷ τινος PLUT à portée de qch ; [[ὡς]] [[οὐκ]] [[ἦν]] ἐφικτὰ αὐτοῖς ÉL comme cela n’était pas en leur pouvoir.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[ἐφικνέομαι]].
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[ἐφικτός]], -ή, -όν)<br />αυτός τον οποίο μπορεί [[κάποιος]] να φθάσει, [[προσιτός]], [[κατορθωτός]], [[δυνατός]], πραγματοποιήσιμος<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> (για το [[θείο]]) [[κατανοητός]]<br /><b>2.</b> αυτός που προσβάλλει, που πλήττει<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>φρ.</b> α) «ἐφικτόν ἐστι» — [[είναι]] δυνατό να...<br />β) «καθ' ὅσον ἐφικτόν» — όσο το δυνατό<br />γ) «οἱ ἐν ἐφικτῷ τόποι» — οι τόποι που μπορεί να φθάσει, να προσεγγίσει [[κανείς]], οι προσιτοί τόποι<br />δ) «εἰς ἐφικτόν» — [[μέσα]] στο όριο<br />ε) «εἰς ἐφικτὸν προελθοῡσα» — [[αφού]] έφθασε στα όρια του δυνατού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>εφ</i>-<i>ικ</i>-<i>τος</i><br />ρηματ. επίθ. σε -<i>τος</i>, του αρχ. ρ. <i>εφι</i>-<i>κνούμαι</i> «[[φθάνω]], [[πετυχαίνω]]»].
}}
}}