Anonymous

ἐφικτός: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_10)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐφικτός''': -ή, -όν, εἰς ὃν εὐκόλως φθάνει τις, [[προσιτός]], Παρμεν. 42· οὐκ… ὀφθαλμοῖσιν ἐφικτὸν Ἐμπεδ. 389· τὸ [[μέσον]] [[ἐπίπαν]] ἐφ. Ἀριστ. περὶ Ζ.Μορ. 3. 4, 13· ἐφικτὸς εἰκότι λόγῳ Πλουτ. Θησ. 1. ΙΙ. ἐφικτόν ἐστι, [[εἶναι]] δυνατόν, μετ’ ἀπαρ., Πολύβ. 9. 24, 5· [[καθόσον]] ἐφικτόν, [[καθόσον]] [[εἶναι]] δυνατόν, Λατ. pro virili, Ἀριστ. π. Κόσμ. 1, 6· ὡς οὐκ ἦν ἐφικτὰ αὐτοῖς Αἰλ. π. Ζ. 5. 7· ἐν ἐφικτῷ, ἐντὸς τοῦ δυνατοῦ, Θεόφρ. π. Λίθ. 25, π. Πυρός 70· ἐν ἐφικτῷ ἐλπίδος, τοῦ φιλῆσαι Πλούταρχ. 2. 494Ε, 496C· ὡς ἐφικτὸν ἐλθεῖν Διον. Ἁλ. 2. 38.
|lstext='''ἐφικτός''': -ή, -όν, εἰς ὃν εὐκόλως φθάνει τις, [[προσιτός]], Παρμεν. 42· οὐκ… ὀφθαλμοῖσιν ἐφικτὸν Ἐμπεδ. 389· τὸ [[μέσον]] [[ἐπίπαν]] ἐφ. Ἀριστ. περὶ Ζ.Μορ. 3. 4, 13· ἐφικτὸς εἰκότι λόγῳ Πλουτ. Θησ. 1. ΙΙ. ἐφικτόν ἐστι, [[εἶναι]] δυνατόν, μετ’ ἀπαρ., Πολύβ. 9. 24, 5· [[καθόσον]] ἐφικτόν, [[καθόσον]] [[εἶναι]] δυνατόν, Λατ. pro virili, Ἀριστ. π. Κόσμ. 1, 6· ὡς οὐκ ἦν ἐφικτὰ αὐτοῖς Αἰλ. π. Ζ. 5. 7· ἐν ἐφικτῷ, ἐντὸς τοῦ δυνατοῦ, Θεόφρ. π. Λίθ. 25, π. Πυρός 70· ἐν ἐφικτῷ ἐλπίδος, τοῦ φιλῆσαι Πλούταρχ. 2. 494Ε, 496C· ὡς ἐφικτὸν ἐλθεῖν Διον. Ἁλ. 2. 38.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui peut être atteint, accessible : τινι à qqn, à qch (aux yeux, à la parole, <i>etc.</i>) ; [[ἐν]] ἐφικτῷ τινος PLUT à portée de qch ; [[ὡς]] [[οὐκ]] [[ἦν]] ἐφικτὰ αὐτοῖς ÉL comme cela n’était pas en leur pouvoir.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[ἐφικνέομαι]].
}}
}}