ζώμευμα: Difference between revisions

16
(Bailly1_2)
(16)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />jus, bouillon.<br />'''Étymologie:''' [[ζωμεύω]].
|btext=ατος (τό) :<br />jus, bouillon.<br />'''Étymologie:''' [[ζωμεύω]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ζώμευμα]], το (Α) [[ζωμεύω]]<br />(σε κωμ. [[λογοπαίγνιο]] του <b>Αριστοφ.</b>) [[ζωμός]], [[σούπα]] («καὶ φήμ' ἐξάγειν ταῑσι Πελοποννησίων τριήρεσι ζωμεύματα» — και [[ισχυρίζομαι]] ότι αυτός εξάγει [[ζουμί]] για τις τριήρεις τών Πελ. [ο <b>Αριστοφ.</b> εδώ παίζει με τη [[λέξη]] <i>υποζώματα</i>, την οποία θα περίμενε [[κανείς]]]).
}}
}}