Anonymous

ζώμευμα: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_21)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ζώμευμα''': τό, [[ζωμός]], «σοῦπα», ζωμεύματα, κωμικ. ἀντὶ ὑποζώματα νεὼς (ἴδε [[ὑπόζωμα]] ἐν τέλ.), Ἀριστοφ. Ἱππ. 279.
|lstext='''ζώμευμα''': τό, [[ζωμός]], «σοῦπα», ζωμεύματα, κωμικ. ἀντὶ ὑποζώματα νεὼς (ἴδε [[ὑπόζωμα]] ἐν τέλ.), Ἀριστοφ. Ἱππ. 279.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />jus, bouillon.<br />'''Étymologie:''' [[ζωμεύω]].
}}
}}