ἠθμοειδής: Difference between revisions

16
(Bailly1_2)
(16)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />pareil à un crible, percé comme un crible.<br />'''Étymologie:''' [[ἠθμός]], [[εἶδος]].
|btext=ής, ές :<br />pareil à un crible, percé comme un crible.<br />'''Étymologie:''' [[ἠθμός]], [[εἶδος]].
}}
{{grml
|mltxt=-ές (AM [[ἠθμοειδής]], -ές)<br />αυτός που μοιάζει με ηθμό, με [[σουρωτήρι]], [[διάτρητος]], [[σπογγώδης]], [[πορώδης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> <b>ανατ.</b><br /><b>1.</b> «ηθμοειδές [[οστό]]» — μικρό πορώδες [[οστό]] που καταλαμβάνει το πρόσθιο κεντρικό [[τμήμα]] της βάσης του κρανίου και συμβάλλει στον σχηματισμό τών ρινικών κοιλοτήτων<br /><b>2.</b> «ηθμοειδείς αρτηρίες» — κλάδοι της οφθαλμικής αρτηρίας που διανέμονται στις ρινικές κοιλότητες<br /><b>3.</b> «ηθμοειδείς κυψέλες» — αεροφόροι κοιλότητες του ηθμοειδούς οστού που εκβάλλουν στις ρινικές κοιλότητες. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἠθμοειδώς</i> (Α)<br />με ηθμοειδή τρόπο, διηθητικά, στραγγιστικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ηθμός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[είδος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ακανθο</i>-<i>ειδής</i>, <i>σφαιρο</i>-<i>ειδής</i>. Η λ. ως [[ανατομικός]] όρος [[είναι]] αντιδάνεια λ., <b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>ethmoid</i> (<i>bone</i>) <span style="color: red;"><</span> [[ηθμοειδής]]].
}}
}}