ἠθμοειδής

From LSJ

ἐν τυφλῶν πόλεϊ γλαμυρός βασιλεύει → in the land of the blind, the one-eyed man is king

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἠθμοειδής Medium diacritics: ἠθμοειδής Low diacritics: ηθμοειδής Capitals: ΗΘΜΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: ēthmoeidḗs Transliteration B: ēthmoeidēs Transliteration C: ithmoeidis Beta Code: h)qmoeidh/s

English (LSJ)

ἠθμοειδές,
A like a strainer, perforated, Hero Spir.1.8, Plu.2.699a; κοιλίαι Aret.SD2.3.
II τὸ ἠθμοειδὲς ὀστοῦν the ethmoid bone or perforated bone at the root of the nose, Gal.UP11.12: more freq. in plural, τὰ ἠθμοειδῆ, with or without ὀστᾶ, ib.8.7; ἠθμοειδεῖς δεξαμεναί, of the kidneys, prob. in Ph.2.244 (αἱμο-, ἰσθμο- codd., cf. Gal.Nat.Fac.1.15). Adv. ἠθμοειδῶς = in the shape of a filter, in the shape of a strainer Ruf.Anat.52.

German (Pape)

[Seite 1156] ές, nach Art eines Durchschlages oder Seihtuches, porös, ὀστοῦν, Poll. 4, 204; Medic.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
pareil à un crible, percé comme un crible.
Étymologie: ἠθμός, εἶδος.

Russian (Dvoretsky)

ἠθμοειδής: ситовидный, решетчатый (πλεύμων Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἠθμοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς ἠθμόν, διυλιστήριον, τρυπητόν, Πλούτ. 2. 699Α. ΙΙ. τὸ ἠθ. ὀστοῦν, τὸ πλῆρες πόρων, ὡς ὁ σπόγγος, ὀστοῦν τὸ κατὰ τὴν ῥίζαν τῆς ῥινός, δι’ οὗ διέρχονται αἱ ἐκκρίσεις αὐτῆς, Γαλην.

Greek Monolingual

-ές (AM ἠθμοειδής, -ές)
αυτός που μοιάζει με ηθμό, με σουρωτήρι, διάτρητος, σπογγώδης, πορώδης
νεοελλ.
φρ. ανατ.
1. «ηθμοειδές οστό» — μικρό πορώδες οστό που καταλαμβάνει το πρόσθιο κεντρικό τμήμα της βάσης του κρανίου και συμβάλλει στον σχηματισμό τών ρινικών κοιλοτήτων
2. «ηθμοειδείς αρτηρίες» — κλάδοι της οφθαλμικής αρτηρίας που διανέμονται στις ρινικές κοιλότητες
3. «ηθμοειδείς κυψέλες» — αεροφόροι κοιλότητες του ηθμοειδούς οστού που εκβάλλουν στις ρινικές κοιλότητες.
επίρρ...
ἠθμοειδώς (Α)
με ηθμοειδή τρόπο, διηθητικά, στραγγιστικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηθμός + -ειδής (< είδος), πρβλ. ακανθοειδής, σφαιροειδής. Η λ. ως ανατομικός όρος είναι αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. ethmoid (ethmoid bone) < ηθμοειδής].