ἠπειρωτικός: Difference between revisions

16
(Bailly1_2)
(16)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />du continent.<br />'''Étymologie:''' [[ἠπειρώτης]].
|btext=ή, όν :<br />du continent.<br />'''Étymologie:''' [[ἠπειρώτης]].
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἠπειρωτικός]], -ή, -όν) [[ηπειρώτης]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή προσιδιάζει σε [[μεγάλη]] [[έκταση]] γης, σε [[αντιδιαστολή]] με τα νησιά (α. «ηπειρωτική [[Ευρώπη]]» β. «ἠπειρωτικά ἔθνη καρπουμένους», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή κατάγεται ή προέρχεται από την Ήπειρο<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b><br /><b>1.</b> «ηπειρωτικό [[κλίμα]]» — το [[κλίμα]] του εσωτερικού τών ηπείρων στις περιοχές τών μέσων γεωγραφικών πλατών, το οποίο χαρακτηρίζεται από μεγάλο θερμικό [[εύρος]] [[ανάμεσα]] στον χειμώνα και στο [[καλοκαίρι]]<br /><b>2.</b> «ηπειρωτική [[αέρια]] [[μάζα]]» — εκτεταμένη [[μάζα]] αέρα, η οποία δημιουργείται [[πάνω]] από τις ηπείρους και χαρακτηρίζει τις εσωτερικές, ηπειρωτικές, μη ορεινές περιοχές. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἠπερωτικῶς</i> (Α)<br />με ηπειρωτικό τρόπο.
}}
}}