ἠπειρωτικός

From LSJ

κῆπος κεκλεισμένος, ἀδελφή μου νύμφη, κῆπος κεκλεισμένος, πηγὴ ἐσφραγισμένη (Song of Solomon 4:12) → A garden locked is my sister bride, a garden locked, a fountain sealed (LXX) | A garden enclosed is my sister, my spouse; a spring shut up, a fountain sealed (KJV)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἠπειρωτικός Medium diacritics: ἠπειρωτικός Low diacritics: ηπειρωτικός Capitals: ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΟΣ
Transliteration A: ēpeirōtikós Transliteration B: ēpeirōtikos Transliteration C: ipeirotikos Beta Code: h)peirwtiko/s

English (LSJ)

ἠπειρωτική, ἠπειρωτικόν,
A continental, ἔθνη X.HG6.1.12, Arist.Pol.1338b22.
2 of a landsman, βίος Max. Tyr.19.7, cf. 8.9, al.
II of Epirus, πᾶν τὸ Ἠπειρωτικόν Th.3.102; Ἠ. [μῆλα] Dsc. 1.115.

German (Pape)

[Seite 1174] auf dem Festlande, ἔθνη, Gegensatz Inselbewohner, Xen. Hell. 6, 1, 4. – Adv., Sp.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
du continent.
Étymologie: ἠπειρώτης.

Russian (Dvoretsky)

ἠπειρωτικός: материковый (ἔθνη Xen., Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ἠπειρωτικός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς ἠπειρώτην, Ξεν. Ἑλλ. 6. 1, 4. - Ἐπίρρ. -ῶς, Συνέσ. σ. 111. ΙΙ. ἐκ τῆς Ἠπείρου, πᾶν τὸ Ἠπειρωτικόν Θουκ. 3. 102, κλπ.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἠπειρωτικός, -ή, -όν) ηπειρώτης
1. αυτός που ανήκει ή προσιδιάζει σε μεγάλη έκταση γης, σε αντιδιαστολή με τα νησιά (α. «ηπειρωτική Ευρώπη» β. «ἠπειρωτικά ἔθνη καρπουμένους», Ξεν.)
2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή κατάγεται ή προέρχεται από την Ήπειρο
νεοελλ.
φρ.
1. «ηπειρωτικό κλίμα» — το κλίμα του εσωτερικού τών ηπείρων στις περιοχές τών μέσων γεωγραφικών πλατών, το οποίο χαρακτηρίζεται από μεγάλο θερμικό εύρος ανάμεσα στον χειμώνα και στο καλοκαίρι
2. «ηπειρωτική αέρια μάζα» — εκτεταμένη μάζα αέρα, η οποία δημιουργείται πάνω από τις ηπείρους και χαρακτηρίζει τις εσωτερικές, ηπειρωτικές, μη ορεινές περιοχές.
επίρρ...
ἠπερωτικῶς (Α)
με ηπειρωτικό τρόπο.

Greek Monotonic

ἠπειρωτικός: -ή, -όν,
I. αυτός που ανήκει ή αρμόζει σε ηπειρώτη, σε Ξεν.
II. αυτός που προέρχεται από την Ήπειρο, σε Θουκ.

Middle Liddell

ἠπειρωτικός, ή, όν [from ἠπειρώτης
I. continental, Xen.
II. of Epirus, Thuc.

English (Woodhouse)

of the mainland

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Lexicon Thucydideum

qui in continenti habitant, who dwell on the mainland, 3.94.3, 3.102.6.