θεμίζω: Difference between revisions

16
(SL_1)
(16)
Line 21: Line 21:
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[θεμίζω]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[govern]] [[rightly]] “ἀλλ' ἐμὲ χρὴ καὶ σὲ θεμισσαμένους [[ὀργὰς]] ὑφαίνειν” (P. 4.141)
|sltr=[[θεμίζω]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[govern]] [[rightly]] “ἀλλ' ἐμὲ χρὴ καὶ σὲ θεμισσαμένους [[ὀργὰς]] ὑφαίνειν” (P. 4.141)
}}
{{grml
|mltxt=[[θεμίζω]] (Α) [[θέμις]] (Ι)]<br /><b>1.</b> [[δικάζω]], [[κρίνω]], [[τιμωρώ]]<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «θεμιζέτω<br />μαστιγούτω, νομοθετείτω»<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> <i>θεμίζομαι</i><br />[[ρυθμίζω]] τα φρονήματα μου και τις επιθυμίες μου σύμφωνα με τον νόμο («θεμισσάμενοι [[ὀργάς]]», <b>Πίνδ.</b>).
}}
}}