Anonymous

θεμίζω: Difference between revisions

From LSJ
4
(16)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[θεμίζω]] (Α) [[θέμις]] (Ι)]<br /><b>1.</b> [[δικάζω]], [[κρίνω]], [[τιμωρώ]]<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «θεμιζέτω<br />μαστιγούτω, νομοθετείτω»<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> <i>θεμίζομαι</i><br />[[ρυθμίζω]] τα φρονήματα μου και τις επιθυμίες μου σύμφωνα με τον νόμο («θεμισσάμενοι [[ὀργάς]]», <b>Πίνδ.</b>).
|mltxt=[[θεμίζω]] (Α) [[θέμις]] (Ι)]<br /><b>1.</b> [[δικάζω]], [[κρίνω]], [[τιμωρώ]]<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «θεμιζέτω<br />μαστιγούτω, νομοθετείτω»<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> <i>θεμίζομαι</i><br />[[ρυθμίζω]] τα φρονήματα μου και τις επιθυμίες μου σύμφωνα με τον νόμο («θεμισσάμενοι [[ὀργάς]]», <b>Πίνδ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''θεμίζω:''' ([[θέμις]]), [[κρίνω]], [[εκδικάζω]]· Μέσ., θεμισσάμενοι [[ὀργάς]], ρυθμίζοντας, ελέγχοντας τις επιθυμίες μας, σε Πίνδ.
}}
}}