θεμελιακός: Difference between revisions

16
(6_10)
(16)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''θεμελιακός''': -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς θεμέλιον, Σχόλ. Λυκ. 715.
|lstext='''θεμελιακός''': -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς θεμέλιον, Σχόλ. Λυκ. 715.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[θεμελιακός]], -ή, -όν) [[θεμέλιο]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει στα θεμέλια ή αυτός που αποτελεί [[θεμέλιο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[βασικός]], [[ριζικός]], [[θεμελιώδης]] («οι θεμελιακές αρχές του σοσιαλισμού»). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[θεμελιακός]] και -<i>ά</i><br />θεμελιωδώς.
}}
}}