3,277,121
edits
(6_10) |
(16) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''θεμελιακός''': -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς θεμέλιον, Σχόλ. Λυκ. 715. | |lstext='''θεμελιακός''': -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς θεμέλιον, Σχόλ. Λυκ. 715. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό (Α [[θεμελιακός]], -ή, -όν) [[θεμέλιο]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει στα θεμέλια ή αυτός που αποτελεί [[θεμέλιο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[βασικός]], [[ριζικός]], [[θεμελιώδης]] («οι θεμελιακές αρχές του σοσιαλισμού»). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[θεμελιακός]] και -<i>ά</i><br />θεμελιωδώς. | |||
}} | }} |