θεμελιακός
From LSJ
ἡ δὲ φύσις φεύγει τὸ ἄπειρον· τὸ μὲν γὰρ ἄπειρον ἀτελές, ἡ δὲ φύσις ἀεὶ ζητεῖ τέλος → nature, however, avoids what is infinite, because the infinite lacks completion and finality, whereas this is what Nature always seeks
English (LSJ)
θεμελιακή, θεμελιακόν, of or for the foundation, Sch.Lyc.615.
Greek (Liddell-Scott)
θεμελιακός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς θεμέλιον, Σχόλ. Λυκ. 715.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α θεμελιακός, -ή, -όν) θεμέλιο
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει στα θεμέλια ή αυτός που αποτελεί θεμέλιο
νεοελλ.
μτφ. βασικός, ριζικός, θεμελιώδης («οι θεμελιακές αρχές του σοσιαλισμού»).
επίρρ...
θεμελιακός και -ά
θεμελιωδώς.