θητικός: Difference between revisions

17
(Bailly1_3)
(17)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />de mercenaire ; <i>subst.</i> τὸ θητικόν la classe des citoyens pauvres.<br />'''Étymologie:''' [[θής]].
|btext=ή, όν :<br />de mercenaire ; <i>subst.</i> τὸ θητικόν la classe des citoyens pauvres.<br />'''Étymologie:''' [[θής]].
}}
{{grml
|mltxt=[[θητικός]], -ή, -όν (Α) [[θης]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αρμόζει στους [[θήτες]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ θητικόν</i><br />α) οι [[θήτες]], η [[τάξη]] τών θητών<br />β) ο [[φόρος]] που πλήρωναν οι [[θήτες]]<br />γ) (σε [[εκστρατεία]]) επιμελητές στρατοπέδων<br /><b>3.</b> όμοιος με [[θήτα]], [[δουλικός]].
}}
}}