3,274,216
edits
(6_7) |
(17) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''θηλυμᾰνής''': -ές, μανιωδῶς ἀγαπῶν τὰς γυναῖκας, Ἀνθ. Π. 5. 19., 9. 16. ΙΙ. ἐνεργ., εἰς μανίαν ἄγων τὰς γυναῖκας, θ. ὄτοβοι κροτάλων [[αὐτόθι]] 321. | |lstext='''θηλυμᾰνής''': -ές, μανιωδῶς ἀγαπῶν τὰς γυναῖκας, Ἀνθ. Π. 5. 19., 9. 16. ΙΙ. ἐνεργ., εἰς μανίαν ἄγων τὰς γυναῖκας, θ. ὄτοβοι κροτάλων [[αὐτόθι]] 321. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ές (ΑΜ [[θηλυμανής]], -ές)<br />(για άνδρες) αυτός που τρελαίνεται για γυναίκες, αυτός που έχει ασυγκράτητες ερωτικές επιθυμίες<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που οδηγεί σε [[μανία]] τις γυναίκες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θηλυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>μανής</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ε</i>-<i>μάνην</i>, παθ. αόρ. β' του [[μαίνομαι]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>γυναι</i>-<i>μανής</i>, <i>θεο</i>-<i>μανής</i>]. | |||
}} | }} |