Anonymous

θηλυμανής: Difference between revisions

From LSJ
17
(6_7)
(17)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''θηλυμᾰνής''': -ές, μανιωδῶς ἀγαπῶν τὰς γυναῖκας, Ἀνθ. Π. 5. 19., 9. 16. ΙΙ. ἐνεργ., εἰς μανίαν ἄγων τὰς γυναῖκας, θ. ὄτοβοι κροτάλων [[αὐτόθι]] 321.
|lstext='''θηλυμᾰνής''': -ές, μανιωδῶς ἀγαπῶν τὰς γυναῖκας, Ἀνθ. Π. 5. 19., 9. 16. ΙΙ. ἐνεργ., εἰς μανίαν ἄγων τὰς γυναῖκας, θ. ὄτοβοι κροτάλων [[αὐτόθι]] 321.
}}
{{grml
|mltxt=-ές (ΑΜ [[θηλυμανής]], -ές)<br />(για άνδρες) αυτός που τρελαίνεται για γυναίκες, αυτός που έχει ασυγκράτητες ερωτικές επιθυμίες<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που οδηγεί σε [[μανία]] τις γυναίκες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θηλυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>μανής</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ε</i>-<i>μάνην</i>, παθ. αόρ. β' του [[μαίνομαι]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>γυναι</i>-<i>μανής</i>, <i>θεο</i>-<i>μανής</i>].
}}
}}