θορυβάζομαι: Difference between revisions

17
(6_20)
(17)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''θορυβάζομαι''': Παθ., θορυβοῦμαι, Εὐαγγ. κ. Λουκ. ι΄, 41 (δι. γραφ. τυρβάζῃ).
|lstext='''θορυβάζομαι''': Παθ., θορυβοῦμαι, Εὐαγγ. κ. Λουκ. ι΄, 41 (δι. γραφ. τυρβάζῃ).
}}
{{grml
|mltxt=[[θορυβάζομαι]] (Α) [[θόρυβος]]<br />θορυβούμαι, ενοχλούμαι, ταράζομαι, [[ανησυχώ]] («μεριμνᾷς καὶ θορυβάζῃ περὶ [[πολλά]]», ΚΔ).
}}
}}