Anonymous

θορυβάζομαι: Difference between revisions

From LSJ
4
(17)
(4)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[θορυβάζομαι]] (Α) [[θόρυβος]]<br />θορυβούμαι, ενοχλούμαι, ταράζομαι, [[ανησυχώ]] («μεριμνᾷς καὶ θορυβάζῃ περὶ [[πολλά]]», ΚΔ).
|mltxt=[[θορυβάζομαι]] (Α) [[θόρυβος]]<br />θορυβούμαι, ενοχλούμαι, ταράζομαι, [[ανησυχώ]] («μεριμνᾷς καὶ θορυβάζῃ περὶ [[πολλά]]», ΚΔ).
}}
{{lsm
|lsmtext='''θορυβάζομαι:''' Παθ., θορυβούμαι, ενοχλούμαι, βασανίζομαι, σε Καινή Διαθήκη
}}
}}