θρηνώδης: Difference between revisions

17
(Bailly1_3)
(17)
Line 7: Line 7:
{{bailly
{{bailly
|btext=ης, ες :<br /><b>1</b> qui exprime une plainte, plaintif, lamentable (rythme, chant, <i>etc.</i>);<br /><b>2</b> porté à se lamenter, enclin à la tristesse.<br />'''Étymologie:''' [[θρῆνος]], -ωδης.
|btext=ης, ες :<br /><b>1</b> qui exprime une plainte, plaintif, lamentable (rythme, chant, <i>etc.</i>);<br /><b>2</b> porté à se lamenter, enclin à la tristesse.<br />'''Étymologie:''' [[θρῆνος]], -ωδης.
}}
{{grml
|mltxt=-ες (ΑΜ [[θρηνώδης]], -ες) [[θρήνος]]<br />αυτός που μοιάζει με θρήνο ή που γίνεται με θρήνο, [[θρηνητικός]] («θρηνώδη άσματα»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[επιρρεπής]] σε θρήνο<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «τὸ θρηνῶδες τῆς ψυχῆς» — ψυχική [[διάθεση]] για θρήνο. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[θρηνωδώς]] (ΑΜ θρηνωδῶς)<br />με θρηνώδη τρόπο, με θρήνους.
}}
}}