3,277,719
edits
(17) |
(5) |
||
Line 10: | Line 10: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ες (ΑΜ [[θρηνώδης]], -ες) [[θρήνος]]<br />αυτός που μοιάζει με θρήνο ή που γίνεται με θρήνο, [[θρηνητικός]] («θρηνώδη άσματα»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[επιρρεπής]] σε θρήνο<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «τὸ θρηνῶδες τῆς ψυχῆς» — ψυχική [[διάθεση]] για θρήνο. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[θρηνωδώς]] (ΑΜ θρηνωδῶς)<br />με θρηνώδη τρόπο, με θρήνους. | |mltxt=-ες (ΑΜ [[θρηνώδης]], -ες) [[θρήνος]]<br />αυτός που μοιάζει με θρήνο ή που γίνεται με θρήνο, [[θρηνητικός]] («θρηνώδη άσματα»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[επιρρεπής]] σε θρήνο<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «τὸ θρηνῶδες τῆς ψυχῆς» — ψυχική [[διάθεση]] για θρήνο. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[θρηνωδώς]] (ΑΜ θρηνωδῶς)<br />με θρηνώδη τρόπο, με θρήνους. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''θρηνώδης:''' -ες ([[εἶδος]]), αυτός που είναι ομοίος με θρήνο, αυτός που ταιριάζει σε θρήνο, σε Πλάτ. | |||
}} | }} |