ἴδμων: Difference between revisions

595 bytes added ,  29 September 2017
17
(Bailly1_3)
(17)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br />instruit de, habile dans, gén..<br />'''Étymologie:''' *εἴδω.
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br />instruit de, habile dans, gén..<br />'''Étymologie:''' *εἴδω.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἴδμων]], -ον (Α)<br />[[έμπειρος]], [[γνώστης]] κάποιου πράγματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. <i>ίδ</i>-<i>μων</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>Fίδ</i>-<i>μων</i>), παράγωγο του [[οίδα]] «[[γνωρίζω]]», εμφανίζει τη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>ιδ</i>- της ρίζας <i>Fειδ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> [[είδος]]) και συνδέεται με τον αρχ. ινδ. τ. <i>vidman</i> «[[φρόνηση]]»].
}}
}}