Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἴδμων: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_16)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἴδμων''': -ον, γεν. ονος, ([[ἴδμεν]], = εἰδέναι) πεπειραμένος, [[εἰδήμων]], [[ἔμπειρος]], ἴδμονι τέχνῃ, ἴδμονι βουλῇ Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. ζ΄ 56, η΄, 143· τινός, εἴς τι [[πρᾶγμα]], [[αὐτόθι]], εὐνομίης ἴδμονα θῆκε πόλιν Ἀνθ. Π. 7. 575. - Καθ’ Ἡσύχ. : «[[ἴδμων]]· [[ἐπιστήμων]], [[ἵστωρ]]».
|lstext='''ἴδμων''': -ον, γεν. ονος, ([[ἴδμεν]], = εἰδέναι) πεπειραμένος, [[εἰδήμων]], [[ἔμπειρος]], ἴδμονι τέχνῃ, ἴδμονι βουλῇ Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. ζ΄ 56, η΄, 143· τινός, εἴς τι [[πρᾶγμα]], [[αὐτόθι]], εὐνομίης ἴδμονα θῆκε πόλιν Ἀνθ. Π. 7. 575. - Καθ’ Ἡσύχ. : «[[ἴδμων]]· [[ἐπιστήμων]], [[ἵστωρ]]».
}}
{{bailly
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br />instruit de, habile dans, gén..<br />'''Étymologie:''' *εἴδω.
}}
}}