3,254,017
edits
(6_16) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἴδμων''': -ον, γεν. ονος, ([[ἴδμεν]], = εἰδέναι) πεπειραμένος, [[εἰδήμων]], [[ἔμπειρος]], ἴδμονι τέχνῃ, ἴδμονι βουλῇ Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. ζ΄ 56, η΄, 143· τινός, εἴς τι [[πρᾶγμα]], [[αὐτόθι]], εὐνομίης ἴδμονα θῆκε πόλιν Ἀνθ. Π. 7. 575. - Καθ’ Ἡσύχ. : «[[ἴδμων]]· [[ἐπιστήμων]], [[ἵστωρ]]». | |lstext='''ἴδμων''': -ον, γεν. ονος, ([[ἴδμεν]], = εἰδέναι) πεπειραμένος, [[εἰδήμων]], [[ἔμπειρος]], ἴδμονι τέχνῃ, ἴδμονι βουλῇ Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. ζ΄ 56, η΄, 143· τινός, εἴς τι [[πρᾶγμα]], [[αὐτόθι]], εὐνομίης ἴδμονα θῆκε πόλιν Ἀνθ. Π. 7. 575. - Καθ’ Ἡσύχ. : «[[ἴδμων]]· [[ἐπιστήμων]], [[ἵστωρ]]». | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br />instruit de, habile dans, gén..<br />'''Étymologie:''' *εἴδω. | |||
}} | }} |