ἱερόδουλος: Difference between revisions

17
(Bailly1_3)
(17)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ, ἡ)<br />esclave attaché au service d’un sanctuaire.<br />'''Étymologie:''' [[ἱερός]], [[δοῦλος]].
|btext=ου (ὁ, ἡ)<br />esclave attaché au service d’un sanctuaire.<br />'''Étymologie:''' [[ἱερός]], [[δοῦλος]].
}}
{{grml
|mltxt=η (Α [[ἱερόδουλος]], ὁ, ἡ)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[πόρνη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δούλος]] που υπηρετούσε στον ναό κάποιου θεού<br />(«νεωκόροι καὶ ἱερόδουλοι», Φιλ.)<br /><b>2.</b> (το θηλ. πληθ.) <i>αἱ ἱερόδουλοι</i><br />γυναίκες που υπηρετούσαν στον ναό της Αφροδίτης και παρείχαν τον εαυτό τους σε [[συνουσία]] («το τε τῆς Ἀφροδίτης ἱερὸν... πλείους ἢ χιλίας ἱεροδούλους ἐκέκτητο ἑταίρας», <b>Στράβ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ιερό]]- <span style="color: red;">+</span> [[δούλος]]. Η νεοελλ. σημ. «[[εταίρα]]» προέκυψε από την αρχ. εξειδικευμένη σημ. της λ. στο θηλ. <i>ιερόδουλοι</i>, <i>αι</i> «γυναίκες που υπηρετούσαν στον ναό της Αφροδίτης και παρείχαν τον εαυτό τους σε [[συνουσία]]»].
}}
}}