3,274,159
edits
(Bailly1_3) |
(17) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (ὁ, ἡ)<br />esclave attaché au service d’un sanctuaire.<br />'''Étymologie:''' [[ἱερός]], [[δοῦλος]]. | |btext=ου (ὁ, ἡ)<br />esclave attaché au service d’un sanctuaire.<br />'''Étymologie:''' [[ἱερός]], [[δοῦλος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η (Α [[ἱερόδουλος]], ὁ, ἡ)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[πόρνη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δούλος]] που υπηρετούσε στον ναό κάποιου θεού<br />(«νεωκόροι καὶ ἱερόδουλοι», Φιλ.)<br /><b>2.</b> (το θηλ. πληθ.) <i>αἱ ἱερόδουλοι</i><br />γυναίκες που υπηρετούσαν στον ναό της Αφροδίτης και παρείχαν τον εαυτό τους σε [[συνουσία]] («το τε τῆς Ἀφροδίτης ἱερὸν... πλείους ἢ χιλίας ἱεροδούλους ἐκέκτητο ἑταίρας», <b>Στράβ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ιερό]]- <span style="color: red;">+</span> [[δούλος]]. Η νεοελλ. σημ. «[[εταίρα]]» προέκυψε από την αρχ. εξειδικευμένη σημ. της λ. στο θηλ. <i>ιερόδουλοι</i>, <i>αι</i> «γυναίκες που υπηρετούσαν στον ναό της Αφροδίτης και παρείχαν τον εαυτό τους σε [[συνουσία]]»]. | |||
}} | }} |