ἵζημα: Difference between revisions

888 bytes added ,  29 September 2017
17
(Bailly1_3)
(17)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />enfoncement.<br />'''Étymologie:''' [[ἵζω]].
|btext=ατος (τό) :<br />enfoncement.<br />'''Étymologie:''' [[ἵζω]].
}}
{{grml
|mltxt=-ήματος, το (Α [[ἵζημα]]) [[ίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κατακάθι]], [[υποστάθμη]]<br /><b>2.</b> <b>χημ.</b> το αδιάλυτο στερεό που αποχωρίζεται από ένα [[διάλυμα]] υπό την [[επίδραση]] κάποιου αντιδραστηρίου<br /><b>3.</b> <b>γεωλ.</b> [[πέτρωμα]] που σχηματίστηκε από την [[καθίζηση]] ουσιών που αιωρούνται στον αέρα ή βρίσκονται [[μέσα]] στο [[νερό]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καθίζηση]], [[βύθιση]], [[υποχώρηση]] [[προς]] τα [[κάτω]]<br /><b>2.</b> (μτφ. για τον λόγο, το ύφος) [[βάθος]] («ὕψη ἱζήματα μηδαμοῡ λαμβάνοντα», Λογγίν.).
}}
}}