ἰκτερικός: Difference between revisions

17
(6_11)
(17)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἰκτερικός''': -ή, -όν, πάσχων ἴκτερον, «κιτρινάδα», Γαλην. - ἰκτεριώδης, ες, Ἱππ. Ἀφ. 1526. - ἰκτερόεις, εσσα, εν, Νικ. Ἀλεξιφ. 475.
|lstext='''ἰκτερικός''': -ή, -όν, πάσχων ἴκτερον, «κιτρινάδα», Γαλην. - ἰκτεριώδης, ες, Ἱππ. Ἀφ. 1526. - ἰκτερόεις, εσσα, εν, Νικ. Ἀλεξιφ. 475.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἰκτερικός]], -ή, -όν) [[ίκτερος]]<br /><b>1.</b> αυτός που αναφέρεται στον ίκτερο («ικτερικό [[χρώμα]]»)<br /><b>2.</b> αυτός που πάσχει από ίκτερο.
}}
}}