Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἰκτερικός

From LSJ

Γελᾷ δ' ὁ μῶρος, κἄν τι μὴ γελοῖον ᾖ → Mens stulta ridet, quando ridendum est nihil → Es lacht der Tor, auch wenn es nichts zu lachen gibt

Menander, Monostichoi, 108
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰκτερικός Medium diacritics: ἰκτερικός Low diacritics: ικτερικός Capitals: ΙΚΤΕΡΙΚΟΣ
Transliteration A: ikterikós Transliteration B: ikterikos Transliteration C: ikterikos Beta Code: i)kteriko/s

English (LSJ)

ἰκτερική, ἰκτερικόν, jaundiced, Gal.Nat. Fac.1.13, Gp.12.17.9; for jaundice, φάρμακον Ruf. ap. Orib.7.26.142.

German (Pape)

[Seite 1249] gelbsüchtig, Medic., S. Emp. adv. log. 2, 53.

Greek (Liddell-Scott)

ἰκτερικός: -ή, -όν, πάσχων ἴκτερον, «κιτρινάδα», Γαλην. - ἰκτεριώδης, ες, Ἱππ. Ἀφ. 1526. - ἰκτερόεις, εσσα, εν, Νικ. Ἀλεξιφ. 475.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἰκτερικός, -ή, -όν) ίκτερος
1. αυτός που αναφέρεται στον ίκτερο («ικτερικό χρώμα»)
2. αυτός που πάσχει από ίκτερο.