ἴφθιμος: Difference between revisions

18
(Bailly1_3)
(18)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=η <i>ou</i> ος, ον :<br /><b>1</b> fort, robuste;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> généreux, courageux, vaillant.<br />'''Étymologie:''' [[ἶφι]].
|btext=η <i>ou</i> ος, ον :<br /><b>1</b> fort, robuste;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> généreux, courageux, vaillant.<br />'''Étymologie:''' [[ἶφι]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ἴφθιμος]], -ον, θηλ. και -η (Α)<br /><b>1.</b> (γενικά [[αλλά]] και [[κυρίως]] για ήρωες και για τον Άδη) [[δυνατός]], [[ισχυρός]], [[ρωμαλέος]]<br /><b>2.</b> (για γυναίκες) α) εύρωστη<br />β) [[ευπρεπής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Η [[απουσία]] αρχικού <i>F</i> δεν επιτρέπει τη [[σύνδεση]] της λ. με τους τ. <i>ἴς</i>, <i>ἴφι</i>].
}}
}}