3,274,919
edits
(T22) |
(18) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=καθηγητου, ὁ ([[καθηγέομαι]] to go [[before]], [[lead]]);<br /><b class="num">a.</b> [[properly]], a [[guide]]: Numen. quoted in Ath. 7, p. 313d. b. a [[master]], [[teacher]]: R G, 10. ([[Dionysius]] [[Halicarnassus]] jud. de [[Thucydides]] 3,4; [[several]] times in [[Plutarch]] (cf. Wetstein (1752) on Matthew , the [[passage]] cited.)) | |txtha=καθηγητου, ὁ ([[καθηγέομαι]] to go [[before]], [[lead]]);<br /><b class="num">a.</b> [[properly]], a [[guide]]: Numen. quoted in Ath. 7, p. 313d. b. a [[master]], [[teacher]]: R G, 10. ([[Dionysius]] [[Halicarnassus]] jud. de [[Thucydides]] 3,4; [[several]] times in [[Plutarch]] (cf. Wetstein (1752) on Matthew , the [[passage]] cited.)) | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο, θηλ. [[καθηγήτρια]] (AM [[καθηγητής]]) [[καθηγοῡμαι]]<br /><b>1.</b> αυτός που διδάσκει [[κάτι]] με [[γνώση]] και [[κύρος]], [[διδάσκαλος]] (α. «[[καθηγητής]] χορού» β. «[[μηδὲ]] κληθῆτε καθηγηταί, εἷς γὰρ ὑμῶν ἐστιν [[καθηγητής]], ὁ [[Χριστός]]», ΚΔ)<br /><b>2.</b> αυτός που έχει [[επάγγελμα]] να διδάσκει τα γράμματα («ὁ δ' [[ἡμέτερος]] [[καθηγητής]] Ἀμμώνιος», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που διδάσκει σε [[πανεπιστήμιο]], σε ανώτερο [[ίδρυμα]] ή σε [[σχολείο]] [[μέσης]] εκπαιδεύσεως («[[καθηγητής]] της φιλοσοφικής σχολής»)<br /><b>2.</b> (συν. ειρων.) [[ικανός]], [[επιδέξιος]], ειδήμων, [[γνώστης]] ενός πράγματος («[[καθηγητής]] στο [[πόκερ]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />[[οδηγός]]. | |||
}} | }} |