Anonymous

καθηγητής: Difference between revisions

From LSJ
nl
(18)
(nl)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, θηλ. [[καθηγήτρια]] (AM [[καθηγητής]]) [[καθηγοῡμαι]]<br /><b>1.</b> αυτός που διδάσκει [[κάτι]] με [[γνώση]] και [[κύρος]], [[διδάσκαλος]] (α. «[[καθηγητής]] χορού» β. «[[μηδὲ]] κληθῆτε καθηγηταί, εἷς γὰρ ὑμῶν ἐστιν [[καθηγητής]], ὁ [[Χριστός]]», ΚΔ)<br /><b>2.</b> αυτός που έχει [[επάγγελμα]] να διδάσκει τα γράμματα («ὁ δ' [[ἡμέτερος]] [[καθηγητής]] Ἀμμώνιος», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που διδάσκει σε [[πανεπιστήμιο]], σε ανώτερο [[ίδρυμα]] ή σε [[σχολείο]] [[μέσης]] εκπαιδεύσεως («[[καθηγητής]] της φιλοσοφικής σχολής»)<br /><b>2.</b> (συν. ειρων.) [[ικανός]], [[επιδέξιος]], ειδήμων, [[γνώστης]] ενός πράγματος («[[καθηγητής]] στο [[πόκερ]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />[[οδηγός]].
|mltxt=ο, θηλ. [[καθηγήτρια]] (AM [[καθηγητής]]) [[καθηγοῡμαι]]<br /><b>1.</b> αυτός που διδάσκει [[κάτι]] με [[γνώση]] και [[κύρος]], [[διδάσκαλος]] (α. «[[καθηγητής]] χορού» β. «[[μηδὲ]] κληθῆτε καθηγηταί, εἷς γὰρ ὑμῶν ἐστιν [[καθηγητής]], ὁ [[Χριστός]]», ΚΔ)<br /><b>2.</b> αυτός που έχει [[επάγγελμα]] να διδάσκει τα γράμματα («ὁ δ' [[ἡμέτερος]] [[καθηγητής]] Ἀμμώνιος», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που διδάσκει σε [[πανεπιστήμιο]], σε ανώτερο [[ίδρυμα]] ή σε [[σχολείο]] [[μέσης]] εκπαιδεύσεως («[[καθηγητής]] της φιλοσοφικής σχολής»)<br /><b>2.</b> (συν. ειρων.) [[ικανός]], [[επιδέξιος]], ειδήμων, [[γνώστης]] ενός πράγματος («[[καθηγητής]] στο [[πόκερ]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />[[οδηγός]].
}}
{{elnl
|elnltext=καθηγητής -οῦ, ὁ [καθηγέομαι] leraar.
}}
}}