καθορίζω: Difference between revisions

18
(6_22)
(18)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''καθορίζω''': ὡς καὶ νῦν, «[[ὁρίζω]]» Ἡσύχ.
|lstext='''καθορίζω''': ὡς καὶ νῦν, «[[ὁρίζω]]» Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=(Α [[καθορίζω]])<br />[[ορίζω]] [[κάτι]] με [[ακρίβεια]], [[προσδιορίζω]] (α. «[[μόνος]] του θα καθορίσει την [[ημερομηνία]] της συνάντησης» β. «[[καθορίζω]] τὰς αἰτίας τινός», Φιλόδ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[διασαφηνίζω]], [[διευκρινίζω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μέσ.</b> <i>καθορίζομαι</i><br /><b>πάπ.</b> [[εγείρω]] αξιώσεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ὁρίζω]] (<span style="color: red;"><</span> [[ὅρος]])].
}}
}}