καλλυντής: Difference between revisions

18
(6_19)
(18)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''καλλυντής''': -οῦ, ὁ, ὁ καλλύνων, «[[κουρεύς]]» Ἡσύχ.
|lstext='''καλλυντής''': -οῦ, ὁ, ὁ καλλύνων, «[[κουρεύς]]» Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=ὁ (Α [[καλλυντής]]) [[καλλύνω]]<br />αυτός που καλλύνει, που καλλωπίζει<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[νεωκόρος]]<br /><b>2.</b> ο [[κουρέας]].
}}
}}