καλλυντής

From LSJ

Θεὸς συνεργὸς πάντα ποιεῖ ῥᾳδίως → Rem facile quamvis peragit adiutor deus → Wirkt Gott als unser Partner, macht er alles leicht

Menander, Monostichoi, 237
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καλλυντής Medium diacritics: καλλυντής Low diacritics: καλλυντής Capitals: ΚΑΛΛΥΝΤΗΣ
Transliteration A: kallyntḗs Transliteration B: kallyntēs Transliteration C: kallyntis Beta Code: kallunth/s

English (LSJ)

καλλυντοῦ, ὁ,
A sweeper, cleaner, especially in temples, οἱ ἐκ τοῦ ἱεροῦ κ. UPZ8.6 (ii B.C.).
II = κουρεύς, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1312] ὁ, der Schönmachende, κουρεύς VLL.

Greek (Liddell-Scott)

καλλυντής: -οῦ, ὁ, ὁ καλλύνων, «κουρεύς» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ὁ (Α καλλυντής) καλλύνω
αυτός που καλλύνει, που καλλωπίζει
αρχ.
1. ο νεωκόρος
2. ο κουρέας.