καλοήθης: Difference between revisions

18
(Bailly1_3)
(18)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ης, ες :<br />qui a de bonnes mœurs, d’un caractère honnête.<br />'''Étymologie:''' [[καλός]], [[ἦθος]].
|btext=ης, ες :<br />qui a de bonnes mœurs, d’un caractère honnête.<br />'''Étymologie:''' [[καλός]], [[ἦθος]].
}}
{{grml
|mltxt=-όηθες (AM [[καλοήθης]])<br />αυτός που έχει καλό χαρακτήρα, [[αγαθός]], [[ενάρετος]], [[ηθικός]]<br />||<b>νεοελλ.</b> <b>ιατρ.</b> (για [[νόσημα]], όγκο <b>κ.λπ.</b>) αυτός που παρουσιάζει ήπια [[μορφή]], μη [[θανατηφόρος]], [[ακίνδυνος]], ευκολοθεράπευτος («[[καλοήθης]] όγκος»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει λεπτά, ευγενικά χαρακτηριστικά<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ καλόηθες</i><br />η [[αρετή]], η [[χρηστοήθεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ηθης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἦθος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>κακο</i>-<i>ήθης</i>, <i>χρηστο</i>-<i>ήθης</i>].
}}
}}