καπναύγης: Difference between revisions

19
(6_15)
(19)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''καπναύγης''': ὁ, ὁ τῷ καπνῷ μαντευόμενος, Συλλ. Ἐπιγρ. 5763-71.
|lstext='''καπναύγης''': ὁ, ὁ τῷ καπνῷ μαντευόμενος, Συλλ. Ἐπιγρ. 5763-71.
}}
{{grml
|mltxt=[[καπναύγης]], ὁ (Α)<br />αυτός που μαντεύει από τον καπνό.
}}
}}