καπναύγης
From LSJ
ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones
English (LSJ)
καπναύγου, ὁ, smoke-observer, diviner, IG14.617 (Rhegium): pl. -αῦγαι ib.618 (ibid.).
Greek (Liddell-Scott)
καπναύγης: ὁ, ὁ τῷ καπνῷ μαντευόμενος, Συλλ. Ἐπιγρ. 5763-71.
Greek Monolingual
καπναύγης, ὁ (Α)
αυτός που μαντεύει από τον καπνό.