κάστανος: Difference between revisions

19
(6_10)
 
(19)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''κάστᾰνος''': ἡ, «καστανέα», «καστανιά», τὸ [[δένδρον]], Ἡσύχ. ἐν λ. κάρυα.
|lstext='''κάστᾰνος''': ἡ, «καστανέα», «καστανιά», τὸ [[δένδρον]], Ἡσύχ. ἐν λ. κάρυα.
}}
{{grml
|mltxt=[[κάστανος]], ἡ (Α)<br /> <b>1.</b> η [[καστανιά]]<br /> <b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ κάστανοι</i><br /> τα [[κάστανα]].<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταπλασμένος τ. του [[κάστανον]] αναλογικά [[προς]] άλλα θηλ. ον. δένδρων σε -<i>ος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>φηγ</i>-<i>ός</i>)].
}}
}}