κάστανος

From LSJ

οὔποτε ποιήσεις τὸν καρκίνον ὀρθὰ βαδίζειν → thou shalt never make the crab walk straight

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάστανος Medium diacritics: κάστανος Low diacritics: κάστανος Capitals: ΚΑΣΤΑΝΟΣ
Transliteration A: kástanos Transliteration B: kastanos Transliteration C: kastanos Beta Code: ka/stanos

English (LSJ)

v. κάστανα.

Greek (Liddell-Scott)

κάστᾰνος: ἡ, «καστανέα», «καστανιά», τὸ δένδρον, Ἡσύχ. ἐν λ. κάρυα.

Greek Monolingual

κάστανος, ἡ (Α)
1. η καστανιά
2. στον πληθ. αἱ κάστανοι
τα κάστανα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του κάστανον αναλογικά προς άλλα θηλ. ον. δένδρων σε -ος (πρβλ. φηγός)].