καταδουλεύομαι: Difference between revisions

19
(6_2)
(19)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''καταδουλεύομαι''': [[καταδουλόω]], Σύμμαχ. ἐν Παλ. Διαθ., Εὐσ. παρὰ Στοβ. 79. 12.
|lstext='''καταδουλεύομαι''': [[καταδουλόω]], Σύμμαχ. ἐν Παλ. Διαθ., Εὐσ. παρὰ Στοβ. 79. 12.
}}
{{grml
|mltxt=[[καταδουλεύομαι]] (Α)<br />[[υποδουλώνω]] κάποιον για ωφέλειά μου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταπλασμένος τ. του <i>καταδουλῶ</i> [[κατά]] τα ρ. σε -<i>εύω</i> / -<i>εύομαι</i>, στη [[μέση]] [[φωνή]] ως [[μέσο]] [[δυναμικό]]].
}}
}}