3,277,301
edits
(6_2) |
(19) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καταδουλεύομαι''': [[καταδουλόω]], Σύμμαχ. ἐν Παλ. Διαθ., Εὐσ. παρὰ Στοβ. 79. 12. | |lstext='''καταδουλεύομαι''': [[καταδουλόω]], Σύμμαχ. ἐν Παλ. Διαθ., Εὐσ. παρὰ Στοβ. 79. 12. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[καταδουλεύομαι]] (Α)<br />[[υποδουλώνω]] κάποιον για ωφέλειά μου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταπλασμένος τ. του <i>καταδουλῶ</i> [[κατά]] τα ρ. σε -<i>εύω</i> / -<i>εύομαι</i>, στη [[μέση]] [[φωνή]] ως [[μέσο]] [[δυναμικό]]]. | |||
}} | }} |