κατατέμνω: Difference between revisions

19
(eksahir)
(19)
Line 18: Line 18:
{{eles
{{eles
|esgtx=[[cortar en pedazos]]
|esgtx=[[cortar en pedazos]]
}}
{{grml
|mltxt=(AM [[κατατέμνω]], Α και ιων. τ. [[κατατάμνω]])<br />[[κόβω]] [[κάτι]] σε [[πολλά]] και μικρά κομμάτια, [[κατακομματιάζω]] [[κατακόβω]], [[διαμερίζω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κόβω]] δρόμους για την [[οικοδόμηση]] πόλεως, [[ρυμοτομώ]]<br /><b>2.</b> [[κόβω]] [[κατά]] [[βάθος]], [[κάνω]] [[άνοιγμα]] στη γη<br /><b>3.</b> [[περικόπτω]], [[λιγοστεύω]] κόβοντας<br /><b>4.</b> [[περιφρονώ]], [[βρίζω]], [[κακολογώ]]<br /><b>5.</b> <b>παθ.</b> <i>κατατέμνομαι</i><br />διαιρούμαι<br /><b>6.</b> (το ουδ. πληθ. της μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) <i>τά κατατετμημένα</i><br />οι τόποι όπου γίνονταν εκσκαφές και εξορύξεις.
}}
}}