κατηχητής: Difference between revisions

20
(6_19)
(20)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''κατηχητής''': -οῦ, ὁ, [[διδάσκαλος]], διδάσκων διὰ τοῦ ἤχου, κατὰ τὸν [[ἀρχαῖον]] τρόπον, καθ’ ὃν ὁ [[διδάσκαλος]] τὸ ὑπηγόρευεν, ὁ δὲ μαθητὴς ἐπανελάμβανε μέχρις ὅτου τὸ μάθῃ ἢ τὸ ἀποστηθίσῃ· [[διδάσκαλος]] τῶν Χριστιανικῶν δογμάτων, Ἐκκλ.
|lstext='''κατηχητής''': -οῦ, ὁ, [[διδάσκαλος]], διδάσκων διὰ τοῦ ἤχου, κατὰ τὸν [[ἀρχαῖον]] τρόπον, καθ’ ὃν ὁ [[διδάσκαλος]] τὸ ὑπηγόρευεν, ὁ δὲ μαθητὴς ἐπανελάμβανε μέχρις ὅτου τὸ μάθῃ ἢ τὸ ἀποστηθίσῃ· [[διδάσκαλος]] τῶν Χριστιανικῶν δογμάτων, Ἐκκλ.
}}
{{grml
|mltxt=ο, θηλ. κατηχήτρια (AM [[κατηχητής]]) [[κατηχώ]]<br />ο [[διδάσκαλος]] τών δογμάτων της χριστιανικής πίστεως<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που προσηλυτίζει σε κάποιο [[δόγμα]] ή σε μυστική [[ενέργεια]] ή [[εταιρεία]]<br /><b>2.</b> [[συστηματικός]] [[καθοδηγητής]] κάποιου σε μια [[θεωρία]] ή [[δοξασία]], με σκοπό τον προσηλυτισμό<br /><b>αρχ.</b><br />[[διδάσκαλος]], αυτός που δίδασκε με τον ήχο, [[κατά]] τον αρχαίο τρόπο, [[κατά]] τον οποίο ο διδάσκων υπαγόρευε [[κάτι]] και ο [[μαθητής]] το επαναλάμβανε [[ωσότου]] το μάθει ή το αποστηθίσει.
}}
}}